ΡΩΜΗ

ΡΩΜΗ

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ



ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ


Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ, (13 Ιουλίου 100 π.Χ. - 15 Μαρτίου 44 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, ύπατος αλλά και διακεκριμένος συγγραφέας της λατινικής πεζογραφίας. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάρρευση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και την άνοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μέγας στρατηγός και χαρισματικός πολιτικός, άλλαξε τη μορφή του πολιτεύματος της Ρώμης ενώ με τις κατακτήσεις του έβαλε τις βάσεις της εξέλιξης του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ήταν γόνος της Ιουλίας γενιάς, μιας από τις παλαιότερες και αριστοκρατικότερες της Ρώμης, που ανήγε την καταγωγή της στον Ασκάνιο, γιο του Αινεία, γιου της Αφροδίτης. Παρά την προέλευσή της αυτή, η οικογένειά του ανήκε στην φιλολαϊκή παράταξη (populares). Ο Γάιος Μάριος είχε παντρευτεί την αδελφή του πατέρα του Καίσαρα, που ήταν συνεπώς εξάδελφος του Μάριου του Νεώτερου. Ο ίδιος δε ο Καίσαρ σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε την Κορνηλία, κόρη του Κίννα, που ήταν ο διάδοχος του Μάριου στην ηγεσία των φιλολαϊκών.

Κατακτήσεις:

Στη στρατιωτική ιστορία, ο Ιούλιος Καίσαρας θεωρείται ένας από τους τρεις μεγάλους στρατηλάτες του αρχαίου κόσμου (Μέγας Αλέξανδρος, Αννίβας, Ιούλιος Καίσαρας). Κέρδιζε όλους του πολέμους ακόμη κι όταν έχανε τις πρώτες μάχες. Ο Πλούταρχος τον θεωρεί ανώτερο από όλους τους μέχρι τότε Ρωμαίους στρατηγούς, κρίνοντας από τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες των τόπων στους οποίους πολέμησε, την έκταση των χωρών που κατέκτησε, το πλήθος και το πάθος των εχθρών, και την αφοσίωση που ενέπνεε στον στρατό του. Αν και αριστοκρατικής καταγωγής, τάχθηκε με το μέρος της φιλολαϊκής παράταξης στη διαμάχη της με τη συγκλητική, κατέκτησε τη Γαλατία, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου, εισέβαλε στη Βρετανία και ανέκοψε τις γερμανικές εισβολές. Όταν νίκησε τον μεγάλο αντίπαλό του Πομπηίου και επικράτησε οριστικά, κατάργησε ουσιαστικά τόσο τη συγκλητική όσο και τη λαϊκή κυριαρχία και επέβαλε το ηγεμονικό καθεστώς.

Μέσα σε εννέα χρόνια ο Καίσαρ, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, κυρίευσε οκτακόσιες πόλεις, υποδούλωσε τριακόσια έθνη και πολέμησε με τριακόσιες μυριάδες εχθρών, εκ των οποίων τις εκατό εξόντωσε κι άλλες εκατό αιχμαλώτισε.
Ο Καίσαρ εγκατέστησε στη Γαλατία τη ρωμαϊκή εξουσία, για να την προστατέψει, όπως είπε, από τους Γερμανούς. Οι Γαλάτες αντέδρασαν κι ο Καίσαρ κατανίκησε διαδοχικά τις φυλές που αντιστέκονταν. Το 55 δύο γερμανικές φυλές εισέβαλαν στη Βελγική Γαλατία. Ο Καίσαρ τις απώθησε ως τον Ρήνο και τις εξόντωσε, κατασκεύασε τεράστια γέφυρα, πέρασε σε γερμανικό έδαφος κι έκανε τον Ρήνο ασφαλές σύνορο της Γαλατίας. Γύρισε πίσω στη Γαλατία κι αμέσως μετά εισέβαλε δύο φορές στη Βρετανία, νίκησε τον Κασσιβελαύνο κι έφτασε ως τον Τάμεση. Υστερα, κατέστειλε μια τοπική εξέγερση και πέρασε πάλι στη Γερμανία. Τότε όμως ξέσπασε η μεγάλη επανάσταση των Γαλατών υπό τον Βερκιγγετόριγα. Ο Καίσαρ, αφού κινδύνεψε όσο ποτέ άλλοτε, πολιόρκησε τον Βερκιγγετόριγα στην Αλεσία. Τελικά οι ενισχύσεις των Γαλατών αποχώρησαν και η Αλεσία παραδόθηκε. Τελικως, η Γαλατία υποτάχθηκε οριστικά στους Ρωμαίους.

Η συνωμοσία - Βρούτος:

Ο Γάιος Κάσιος [υπαρχηγός του Κράσου στην Παρθία] οργάνωσε την συνωμοσία εναντίον του. Επιφανέστερος όλων ήταν ο Μάρκος Βρούτος. Ο Βρούτος ανήγε την καταγωγή του στον θρυλικό Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο, που έδιωξε τον βασιλιά Ταρκύνιο τον Υπερήφανο πριν από 450 χρόνια, εγκαθίδρυσε το αβασίλευτο πολίτευμα της Ρώμης, και θανάτωσε τους δύο του γιους επειδή αναμείχθηκαν σε συνωμοσία για την επαναφορά της βασιλείας. Άρα είχε μεγάλο βάρος στους ώμους του.
Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα, έγραψε μια πραγματεία περί ηθικής, ήταν πάντοτε συνοφρυωμένος και σιωπηλός, και θεωρούνταν υπόδειγμα αρετής. Αλλά θεωρούταν και γιος του Καίσαρα. Η ψυχολογική κατάσταση του Βρούτου ήταν δεινή. Η οικογενειακή παράδοση τον βάραινε αφόρητα. Όταν φημολογήθηκε ότι ο Λεύκιος Κόττας θα πρότεινε στη Σύγκλητο να γίνει ο Καίσαρ βασιλιάς γιατί ήταν γραμμένο στα Σιβυλλικά βιβλία πως μόνο βασιλιάς θα νικούσε τους Πάρθους, οι συνωμότες αποφάσισαν να δράσουν.
Δολοφονία:

Την hμέρα εκείνη, η Καλπουρνία τον παρακάλεσε να μη πάει στη Σύγκλητο γιατί είχε δει στον ύπνο της ότι τον κρατούσε στην αγκαλιά της σφαγμένο. Όμως εκείνος δεν πείστηκε. Καθώς προχωρούσε είχε μαζευτεί μεγάλο πλήθος. Ήρθε ένας έλληνας σοφιστής ο Κνίδιος, που είχε ακούσει για την συνομωσία και του είπε «Διάβασέ το αυτό, Καίσαρ, ο ίδιος και γρήγορα. Λέει για σπουδαία πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν». Ο Καίσαρ προσπάθησε να το διαβάσει αλλά οι εκδηλώσεις του πλήθους ήταν τόσες που δεν μπόρεσε. Μπήκε στη Σύγκλητο κρατώντας το σημείωμα. Κάθισε στο έδρανό του, οι συνωμότες τον περικύκλωσαν προφασιζόμενοι ικεσίες για την ανάκληση του εξόριστου αδελφού του Τίλλιου Κίμβρου. Ο Καίσαρ αρνούνταν σε έντονο ύφος και τότε ο Κίμβρος του τράβηξε προς τα κάτω την τήβεννο. Ήταν το σύνθημα. Πρώτος ένας από τους Κάσκες τον κτύπησε στον αυχένα αλλά η πληγή δεν ήταν σοβαρή. Ο Καίσαρ προσπάθησε ν’ αντισταθεί αλλά ήταν περικυκλωμένος. Τον χτύπησαν όλοι για να έχουν όλοι συμμετοχή στον φόνο, κι όταν είδε και τον Βρούτο να ορμά εναντίον του είπε στα Ελληνικά «Και συ, τέκνον ;» Δέχτηκε είκοσι τρία χτυπήματα και κατέρρευσε στη βάση του αγάλματος του Πομπήιου.



COMMENTARIO DE BELLO CIVILIS ET COMMENTARIO DE BELLO GALLICO



Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ (100/244 π.Χ.), εκτός από στρατιωτικός και πολιτικός, αλλά και σημαντικός ιστορικός. Καταγόταν από την Ιουλία γενιά, που για γενάρχη της λογάριαζε τον Ίουλο, γιο του Αινεία. Ως ανιψιός του Μάριου και αργότερα ως σύζυγος της Κορνηλίας, κόρης του Κίννα, συνδέθηκε με τους δημοκρατικούς, γι’ αυτό και υποχρεώθηκε από το δικτάτορα Σύλλα να φύγει στην Ασία (82 π.Χ.). Στη Ρώμη γύρισε μετά το θάνατο του Σύλλα (78 π.Χ.) και αμέσως επιδόθηκε στην πολιτική. Ο Καίσαρ στην αρχή προσπάθησε να κερδίσει την εύνοια της δημοκρατικής μερίδας. Πήγε στη Ρόδο, όπου σπούδασε ρητορική κοντά στον Απολλώνιο το Μόλωνα. Μετά το Μιθριδατικό πόλεμο γύρισε στη Ρώμη, όπου ξόδεψε όλη την πατρική του περιουσία για να ενισχύσει τις φιλικές του σχέσεις με τους πληβείους και κατόρθωσε να πάρει γρήγορα διάφορα αξιώματα. Το 67 παντρεύτηκε την κόρη του Πομπήιου Ρούφου και το 65 έγινε αγορανόμος. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του αυτής έγινε πολύ αγαπητός στο λαό επιδεικνύοντας τις δημοκρατικές του προθέσεις με την αποκατάσταση της μνήμης του Μάριου. Στα 63/2, όντας πραίτορας, θεωρήθηκε ύποπτος για συμμετοχή στη συνωμοσία του Κατιλίνα και αναγκάστηκε να φύγει στην Ισπανία ως προπραίτορας (61/60). Εκεί, με τις στρατιωτικές και οργανωτικές επιτυχίες του, απέκτησε τόση φήμη και πλούτο, ώστε όταν ξαναγύρισε στη Ρώμη, δημιούργησε μαζί με τον Κράσο και τον Πομπήιο την «Πρώτη Τριανδρία» (Ιούλιος του 60 π.Χ.), ενώ ένα χρόνο αργότερα εκλέχτηκε ύπατος.

Όπως λένε οι ιστορικοί, με τη λήξη της υπατείας του διορίστηκε ανθύπατος για πέντε χρόνια στην «Εντεύθεν και την πέραν των Άλπεων Γαλατία» (58 π.Χ.). Παίρνοντας αφορμή από μια εξέγερση ορισμένων γαλατικών φυλών, υπέταξε ολόκληρη τη χώρα. Το 57-56 νίκησε τους Βέλγους και το 55-54 επιχείρησε εισβολή στη Βρετανία. Οι Γαλάτες και ο αρχηγός του Βερκιγκετόριξ, μετά τις πρώτες τους επιτυχίες, αναγκάστηκαν να παραδοθούν στην Αλεσία (52 π.Χ.) μετά από πολιορκία. Έτσι ο Καίσαρας επέβαλε την ειρήνη, οργάνωσε τη Γαλατία και στρατολόγησε από αυτή λεγεώνες (51 π.Χ.).
Την ίδια χρονιά ο Πομπήιος εκλέχτηκε από τη σύγκλητο μοναδικός ύπατος, αφού ο Κράσος σκοτώθηκε κατά την εκστρατεία εναντίον των Πάρθων το 53 π.Χ. Αυτός έπεισε τη σύγκλητο να μη δεχτεί την αίτηση του Καίσαρα για την υπατεία του 48 π.Χ. και να διατάξει την επιστροφή των γαλατικών λεγεώνων στη Γαλατία. Ο Καίσαρας δίχως να χάσει καιρό βάδισε κατά της Ρώμης (Δεκέμβριος του 50 π.Χ.), αφού πέρασε τον ποταμό Ρουβίκωνα, όπου έμεινε και η ιστορική φράση «διέβη τον Ρουβίκωνα».. Έτσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος (49-45 π.Χ.). Ο Πομπήιος κατέφυγε τότε στην Ελλάδα, ενώ ο Καίσαρας κατέλαβε τη Ρώμη, νίκησε τα ισπανικά στρατεύματα και συνέτριψε τις δυνάμεις του αντιπάλου του στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας (Αύγουστος του 48 π.Χ.). Αυτή τη φορά ο Πομπήιος κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου όμως δολοφονήθηκε με διαταγή του βασιλιά Πτολεμαίου Διόνυσου (51-47 π.Χ.). Τότε ο Καίσαρας ήρθε στην Αίγυπτο, τιμώρησε τους δολοφόνους του Πομπήιου και ύστερα από τη νίκη του στον αλεξανδρινό πόλεμο (Νοέμβριος του 48 π.Χ.) ανέβασε στο θρόνο την Κλεοπάτρα, αδελφή του Πτολεμαίου. Από το δεσμό του με την Κλεοπάτρα ο Καίσαρας απέκτησε ένα γιο, τον Καισαρίωνα. Αμέσως μετά έφυγε για τη Μ. Ασία, όπου κοντά στην πόλη Ζήλα νίκησε το Φαρνάκη, βασιλιά του Κιμμέριου Βόσπορου (47 π.Χ.). Κοντά στη Μούνδα της Ισπανίας συνέτριψε και τους τελευταίους οπαδούς του Πομπήιου (45 π.Χ.). Ο Καίσαρ, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, γύρισε ένδοξος στη Ρώμη, όπου αποθεώθηκε από το λαό στους μεγαλοπρεπείς θριάμβους και τις άλλες λαμπρές γιορτές που διοργανώθηκαν. Ήταν τώρα μόνος άρχοντας του απέραντου κράτους. Ως ισόβιος ύπατος και δικτάτορας από το Μάρτη του 44 π.Χ., κατείχε όλες τις εξουσίες, όντας μέγας ποντίφικας (αρχηγός της θρησκείας) από το 63 π.Χ. και praefectus των ηθών από το 46 π.Χ. Ο Καίσαρ απαίτησε ακόμη το απαραβίαστο του προσώπου του απολαμβάνοντας τη «δημαρχιακή εξουσία» (tribunicia potestas), δίχως ο ίδιος να είναι δήμαρχος, και ανέλαβε την αρχηγία του στρατού ως imperator. Το βέβαιο είναι ότι εξέδιδε συγκλητικά διατάγματα αντί της Συγκλήτου και είχε το δικαίωμα της ειρήνης και του πολέμου. Τότε διόρθωσε και το Ημερολόγιο, που γι’ αυτό προς τιμή του ονομάστηκε «Ιουλιανό», και στο οποίο ο 7ος μήνας έχει το όνομά του.

Ως προς την συμπεριφορά του Καίσαρα, λένε ότι έδειξε μετριοπάθεια για τους πολιτικούς του αντιπάλους χορηγώντας αμνηστία. Καταπολέμησε την ανεργία, αναγκάζοντας τους γαιοκτήμονες να παίρνουν εκτός από τους δούλους και ελεύθερους πολίτες ως εργάτες. Ίδρυσε εμπορικές και στρατιωτικές αποικίες και έστειλε φτωχούς Ρωμαίους πολίτες σε πλούσιες χώρες. Λιγόστεψε τα δημόσια έξοδα, αποκατέστησε τους παλαίμαχους και τα παιδιά των προγραμμένων. Ωστόσο, όμως, όλα αυτά έδωσαν μια νέα κοινωνική διάσταση και ασφαλώς, μέσα από τις βαθιές πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, γεννιόταν ένας καινούριος κόσμος. Το Φεβρουάριο του 44 π.Χ., όταν προετοίμαζε την εκστρατεία κατά των Πάρθων, με τη βοήθεια του ανιψιού του Οκταβιανού, άρχισε να αυξάνεται η δυσαρέσκεια εκείνων που έβλεπαν στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που, μόλο που ξεκίνησε από τη δημοκρατία, έβαζε τα θεμέλια ενός προσωποπαγούς καθεστώτος. Είχε αρνηθεί βέβαια το στέμμα που δημόσια του πρόσφερε ο Μάρκος Αντώνιος, αλλά μόνο γιατί ο λαός κράτησε μια εχθρική σιωπή. Εμφανιζόταν όμως με πορφύρα και δάφνινο στεφάνι και στη Σύγκλητο καθόταν πάνω σε χρυσό θρόνο. Η αξίωσή του να έχει τον τίτλο του βασιλιά έξω από τη Ρώμη οδήγησε στη συνωμοσία των δημοκρατικών με πρωτεργάτες τον Κάσσιο και το Βρούτο. Έτσι, στις 15 Μαρτίου (Ειδοί του Μαρτίου) του 44 π.Χ. ο Καίσαρας δολοφονήθηκε κατά τη συνέλευση της Συγκλήτου μπροστά στον ανδριάντα του Πομπήιου. Τα πολεμικά του απομνημονεύματα έγραψε ο Καίσαρας στα δύο βιβλία του για το Γαλατικό και τον εμφύλιο πόλεμο, υποδείγματα για τη σαφήνεια και τη λιτότητα του ύφους τους.Εκτός αυτών έγραψε και έργα που χάθηκαν, όπως τη γλωσσολογική πραγματεία «De Analogia», μια αστρονομική μελέτη, μια τραγωδία με θέμα τον Οιδίποδα κ.ά.


K.Π.ΚΑΒΑΦΗ

"Μάρτιαι Ειδοί"

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου.

Στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονείται από μια μεγάλη ομάδα συνωμοτών. Τη χρονιά εκείνη και μετά από μια σειρά στρατιωτικών και πολιτικών επιτυχιών ο Καίσαρας είχε ανακηρυχτεί ισόβιος δικτάτορας της ρωμαϊκής δημοκρατίας, γεγονός που είχε προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια σε αρκετούς συγκλητικούς, οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν απελευθερωτές κι οι οποίοι σχεδίασαν τη δολοφονία του. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο και τον Σουητώνιο καθώς πλησίαζε η μέρα της δολοφονίας υπήρξαν αρκετοί οιωνοί που προμήνυαν το τραγικό γεγονός, ωστόσο ο Καίσαρας δεν έδωσε τη δέουσα σημασία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια ενός μάντη να προειδοποιήσει τον Καίσαρα, λέγοντάς του να φοβάται τις Ειδούς του Μαρτίου (Ειδοί είναι κατά το ημερολόγιο των Ρωμαίων το μέσο περίπου του μήνα, η 15η ημέρα για τους μήνες που είχαν 31 ημέρες και η 13η για εκείνους που είχαν 30). Ο Καίσαρας αδιαφόρησε γι’ αυτή την προφητεία κι όταν εκείνη τη μέρα συνάντησε τυχαία τον μάντη του είπε ειρωνικά πως έφτασαν οι Ειδοί του Μαρτίου, λαμβάνοντας ως απάντηση απ’ τον μάντη πως έφτασαν αλλά δεν πέρασαν.
Μια ύστατη προσπάθεια έγινε από τον Έλληνα σοφιστή Αρτεμίδωρο, ο οποίος έχοντας ενημερωθεί για τα σχέδια δολοφονίας του Καίσαρα, έγραψε ένα σημείωμα και του το παρέδωσε λίγο προτού εκείνος φτάσει στη Σύγκλητο, λέγοντάς του πως πρέπει να το διαβάσει αμέσως γιατί περιέχει σημαντικά πράγματα που τον ενδιαφέρουν. Ωστόσο ο Καίσαρας απασχολημένος με το πλήθος ανθρώπων που του εξέφραζαν το θαυμασμό τους ή επιχειρούσαν να του εκθέσουν δικά τους αιτήματα, δεν κατόρθωσε να διαβάσει το σημείωμα του Αρτεμίδωρου. Μπήκε, μάλιστα, στη Σύγκλητο κρατώντας το σημαντικό αλλά αγνοημένο αυτό σημείωμα. Ο Καβάφης επιλέγει το συγκεκριμένο συμβάν με τον Αρτεμίδωρο για να παρουσιάσει τη στάση του Ιούλιου Καίσαρα, ο οποίος έχοντας παρασυρθεί από την υπεροψία της αποθέωσης που του προσέφερε ο ρωμαϊκός λαός, δε δίνει σημασία σ’ εκείνους που επιχειρούν να τον προφυλάξουν. Ο Καίσαρας μέσα στο γενικότερο ενθουσιασμό της καταξίωσής του, θεωρεί εαυτόν υπεράνω κινδύνου και φόβου, γεγονός που δεν του επιτρέπει να λάβει επαρκώς υπόψη του τις προειδοποιήσεις που του γίνονται. Η υπεροψία κι η μέθη της απόλυτης εξουσίας υπονομεύουν τη δυνατότητα του Καίσαρα ν’ αντιληφθεί τον κίνδυνο που τον απειλεί.



TO PRINCIPATUM ΓΙΝΕΤΑΙ DOMINATUM
Νίκος Ξένιος


Σε αντίθεση με τον Ιούλιο Καίσαρα ο Οκταβιανός επέλεξε να μην προκαλέσει τη Σύγκλητο και τον λαό. Ο ίδιος έθεσε την παραίτησή του μπροστά στη Σύγκλητο και κήρυξε την παλινόρθωση της Res Publica το 27 π.Χ. Πρόκειται ομολογουμένως για μία ευφυέστατη κίνηση η οποία τον ανέβασε στα μάτια των Ρωμαίων. Με τον τρόπο του οδήγησε την ίδια τη Σύγκλητο να του προσφέρει την εξουσία στο πιάτο. Οι συγκλητικοί -ανέτοιμοι όντες και εξαντλημένοι από τους συνεχείς πολέμους, αλλά και μη διαθέτοντες την εξουσία του στρατού- του ζήτησαν να παραμείνει ως «εγγυητής» του πολιτεύματος. Έτσι οι εξουσίες του Οκταβιανού ενισχύθηκαν. Ο ίδιος κατέβαινε τα πρώτα χρόνια ως υποψήφιος ύπατος. Μετά την παρέλευση ορισμένων ετών διορίσθηκε ισόβιος ανθύπατος των εξωτερικών επαρχιών που γειτνίαζαν με τον εξωρωμαϊκό κόσμο και αποτελούσαν το όριο αμύνης της αυτοκρατορίας. Σε αυτές εγκατέστησε τον Ρωμαϊκό στρατό, ενώ, παράλληλα, συνταξιοδότησε τους παλαιμάχους στρατιωτικούς.

Εκτός, όμως, από ανώτατος διοικητής του στρατού διορίσθηκε και ισόβιος Δήμαρχος –όπως είχε διορισθεί και ο Ιούλιος Καίσαρ άλλωστε-, ενώ του απενεμήθη ο τίτλος Αύγουστος (Augustus), που σήμαινε σεβαστός. Με αυτόν τον τίτλο ξεπεράστηκαν τα όποια προβλήματα, τα οποία πιθανότατα θα αναφύονταν στην υποψία και μόνο της επαναφοράς της Βασιλείας στη Ρώμη. Επρόκειτο για απαγορευμένο θεσμό από το 509 π.Χ όταν εξεδιώχθει ο τελευταίος βασιλιάς ο Ετρούσκος Ταρκύνιος ο Υπερήφανος. Οι Ρωμαίοι απεχθάνονταν τη Βασιλεία και η απόπειρα του Ιουλίου Καίσαρα για την κατάληψη της εξουσίας, έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι περιφρόνησε εξώφθαλμα τους θεσμούς, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ύποπτος για εγκατάσταση μοναρχικού πολιτεύματος.


Ο Οκταβιανός, από την άλλη απέφυγε τις υπερβολές του θείου του, καθοδηγώντας τα τεκταινόμενα προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε, δίχως φανερή δική του επέμβαση. Έπειτα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Rostovtzeff, ο Οκταβιανός ακολούθησε διαφορετικό δρόμο προς την εξουσία από εκείνον που είχε χαράξει ο Ιούλιος Καίσαρας και ο συνεχιστής των ιδεών του Μάρκος Αντώνιος. Συγκεκριμένα, ο Ιούλιος Καίσαρας είχε προτάξει την ιδέα της εγκαθίδρυσης μίας στρατιωτικού τύπου μοναρχίας, η οποία θα βασιζόταν στην υποστήριξη του πληθυσμού όλης της Ρωμαϊκής επικράτειας. Πρέσβευε την άποψη που προέκρινε τη συγχώνευση των κατοίκων της Ιταλίας με εκείνους των επαρχιών σε ένα ενιαίο σύνολο υπηκόων, το οποίο θα ορκίζονταν πίστη στον ηγεμόνα της Ρώμης.

Δυστυχώς για τον Καίσαρα η Ρώμη δεν ήταν ακόμη έτοιμη να δεχθεί την πολιτική εξομοίωση των κατοίκων της, καθώς και της υπόλοιπης Ιταλίας με εκείνους των επαρχιών. Να μην ξεχνάμε ότι μόλις πριν μερικές δεκαετίες είχαν ενταχθεί στο καθεστώς του Ρωμαίου Πολίτου οι υπόλοιποι Ιταλιώτες, μετά από τον ιδιαίτερα σκληρό Συμμαχικό Πόλεμο που είχε προηγηθεί, στον οποίο είχαν επιβληθεί με δυσκολία οι Ρωμαίοι. Θα έπρεπε να περιμένουμε τουλάχιστον 240 έτη μέχρι το 212 μ.Χ, όπου ο αυτοκράτορας Καρακάλλας θα απέδιδε την ιδιότητα του Ρωμαίου Πολίτη σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την Constitutio Antoniniana.


Κατά συνέπεια, ο Οκταβιανός είχε πιάσει τον πολιτικό σφυγμό της εποχής του, γιατί τάχθηκε, αυθίς εξ αρχής, με την άποψη ότι οι Ρωμαίοι πολίτες δικαιούτο κυριαρχική θέση στο σύνολο της αυτοκρατορίας, με τα αντίστοιχα προνόμια φυσικά. Για παράδειγμα ολόκληρη η Ιταλία εξαιρείτο από τη φορολογία. Ήταν αυτό το Εθνικό συναίσθημα, το οποίο εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ο Οκταβιανός στην καθοριστικής σημασίας αντιπαράθεσή του με τον Μάρκο Αντώνιο, αλλά και μεταγενέστερα στην πορεία του προς την εγκαθίδρυση του θεσμού του αυτοκράτορος.

Επομένως, ο αυτοκρατορικός θεσμός, με τον επιδέξιο τρόπο που τον προέκρινε ο Οκταβιανός, δεν ήρθε για να αντικαταστήσει τη Res Publica, αλλά για να τη συμπληρώσει και να την ενισχύσει. Ο αυτοκράτωρ δεν ήταν ηγεμόνας αλλά ο «Πρώτος Πολίτης» (Princeps), ο οποίος «εγγυάτο» το πολίτευμα. Εξάλλου, ο πλήρης τίτλος του Οκταβιανού δηλοί τις ιδιότητες του και τις εξουσίες του. Αλλά ας τον δούμε για να εξάγουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα: Imperator Caesar Divi Filius Augustus Princeps. Μάλιστα, από τον τελευταίο του τίτλο (Princeps) ονομάσθηκε η νέα αυτή μορφή διακυβέρνησης του ρωμαϊκού κράτους, το λεγόμενο principatus. Στην ελληνική απόδοση δίδεται ο όρος: «Ηγεμονία». Το principatus θα διατηρηθεί μέχρι τον 4ο αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου μετασχηματίζεται η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο μεταγενέστερο σχήμα της Βυζαντινής, η οποία χαρακτηριζόταν από τη λεγόμενη δεσποτεία: το Dominatus.


ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Ο ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΣ, Ο ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ

Η ανεκδοτολογία γύρω από τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες είναι παμπάλαιο φαινόμενο. Εξίσου παμπάλαιο φαινόμενο είναι και οι προσπάθειες των υπηκόων τους να επωφεληθούν από τη γενναιοδωρία τους. Το παρακάτω ανέκδοτο αφορά έναν παπουτσή που πέτυχε να πουλήσει στον Οκταβιανό -τον κατοπινό αυτοκράτορα Αύγουστο- ένα κοράκι που μιλούσε.



Cum Octaviānus post victoriam Actiacam Rōmam redīret, homo quidam ei occurrit corvum tenens; eum instituerat haec dicere: «Ave, Caesar, victor imperātor». Caesaris* multum interfuit corvum emere; itaque viginti milibus sestertium eum ēmit. Id exemplum sutōrem quendam incitavit, ut corvum docēret parem salutatiōnem. Diu operam frustra impendēbat; quotiescumque avis non respondēbat, sutor dicere solēbat «Oleum et operam perdidi». Tandem corvus salutatiōnem didicit et sutor, cupidus pecuniae*, eum Caesari attulit. Audītā salutatiōne Caesar dixit: «Domi satis salutatiōnum* talium audio». Turn vēnit corvo in mentem verbōrum* domini sui: «Oleum et operam perdidi». Ad haec verba Augustus risit emitque avem tanti*, quanti* nullam adhuc emerat.



ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Octaviānus = Augustus (ο τίτλος Augustus του δόθηκε από τη Σύγκλητο το 27 π.Χ.)
occurro ( + δοτ.) πηγαίνω να συναντήσω
corvus -i ≃ κόρακας
instituo, -stitui, -stitutūm, -stituĕre, 3 ( + αιτ. και απαρ.) διδάσκω κάποιον κάτι(1)
ave! χαίρε!
victor -ōris (αρσ.) νικητής(2)
interest, interfuit, interesse (inter + sum) (+ γεν. του προσ. και απαρ.) με ενδιαφέρει να κάνω κάτι (βλ. παρατηρ.)
emo, ēmi, emptum, emĕre, 3 αγοράζω(3)
viginti ≃ είκοσι
mille (άκλ.· πληθ. milia - ium) χίλιοι(4)
sestertius -ii (γεν. πληθ. sestertium) ο σηστέρτιος (νόμισμα)
viginti milibus sestertium για είκοσι χιλιάδες σηστερτίους·
exemplum -i παράδειγμα
sutor -ōris (αρσ.) παπουτσής(5)
incito, 1 (+ αιτ. του προσ. και βουλ. προτ.) παρακινώ κάποιον να(6)
doceo, docui, doctum, docēre, 2 ( + 2 αιτ.) μαθαίνω, διδάσκω(7)
salutatio -ōnis (θ.) χαιρετισμός(8)
par, paris όμοιος, ίδιος
opera -ae εργασία, κόπος(9)
impendo, -pendi, - pensum, -pendĕre, 3 (in + pendo) ξοδεύω(10)operam impendo κοπιάζω μάταια
quotiescumque = cum ( + ορ.) όσες φορές, κάθε φορά που
oleum -i λάδι(11) -oleum et operam perdidi πάει χαμένο το λάδι (προκειμένου για νυχτερινή δουλειά) και ο κόπος μου, κρίμα στον κόπο μου!
tandem (επίρρ.) επιτέλους
disco, didici, discĕre, 3 μαθαίνω(12)
cupidus -a -um (επίθ. + γεν.) αυτός που επιθυμεί(13)
pecunia -ae το χρήμα
affero ( + αιτ. και δοτ.) φέρνω κάτι σε κάποιον
satis (επίρρ.) αρκετά(14)
satis salutatiōnum (γεν. διαιρ.) αρκετούς χαιρετισμούς (που μου φτάνουν)
talis -is -e (αντ. δεικτ.) τέτοιος, τέτοιου είδους
venit mihi in mentem ( + γεν.) μου έρχεται στο νου κάτι (πρβ. εἰσέρχεταί μοι), θυμάμαι
avis -is (θ.) πουλί(15)
tanti...quanti (γεν. της αξίας) τόσο... όσο
nullus -a -um (αντ. επίθ.) κανένας
adhúc (ad + hue) μέχρι τότε


Ετυμολογικά: 1. πρβ. ινστιτούτο < institūtum 2. victoria, vinco 3. σύνθ. sumo κτλ. 4. > μίλι 5. < suo = ράβω· πρβ. κο-στούμι << ιτ. < con-suo 6. ex-cito. con-cito 7. δοκέω, δόγμα· πρβ. ντοκουμέντο << ιτ. 8. < salūto 9. πρβ. όπερα, οπερέτα << ιτ. 10. ap-pendo 11. ἔλαιον 12. δι-δάσκομαι 13. < cupio 14. ἅδην < *σαδ-ην 15. αετός, αἰετός < αFι-ετός.



Η φιλοσοφία της αρχαίας Ρώμης στηριζόταν σε εκείνη της Ελλάδας, χωρίς καμία αξιόλογη πρω­τοτυπία, και δεν χαρακτηρίστηκε από καμιά συνέ­πεια στο σχηματισμό φιλοσοφικών σχολών. Όσον αφορά την ιστορική κληρονομιά, η κυριότερη υπηρεσία που προσέφερε η Ρώμη στη φιλοσοφία ήταν η διάδοση της φιλοσοφικής σκέψης στη Ρω­μαϊκή Αυτοκρατορία και η ανάπτυξη λατινικής ορολογίας, που αποτέλεσε τη βάση για την εξέλι­ξη της φιλοσοφίας στο Μεσαίωνα.

roman-empire

De-Rerum-Natura
Τον 1ο αιώνα π. Χ. εκλείπει η παλιά εχθρότητα των Ρωμαίων προς τους φιλοσόφους, συνεπώς η φιλοσοφία μπορεί να ευδοκιμήσει στο ρωμαϊκό έδαφος. Ο επικουρισμός φτάνει στη Ρώμη και αποκτά οπαδούς, αν και ερχόταν σε σύγκρουση με τις παραδοσιακές ρωμαϊκές αντιλήψεις και υπέσκαπτε τα θεμέλια της παραδοσιακής ηθικής. Οι συγκρούσεις και ο πολιτικός αναβρασμός των τελευταίων χρόνων της Δημοκρατίας οδήγησαν τους Ρωμαίους στην ήρεμη ατμόσφαιρα του Κήπου. Ανάμεσα στους ρωμαίους επικούρειους ξεχωρίζει ένας, ο οποίος κατόρθωσε να περιβάλει την επικούρεια φιλοσοφία με τη γοητεία των Μουσών: ο Λουκρήτιος.

Ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος (Titus Lucretius Carus) γεννήθηκε περίπου στα 97 π.Χ. και πέθανε γύρω στα 55 π.Χ. Ήταν Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος. Το μόνο γνωστό του έργο είναι το εκτενές φιλοσοφικό διδακτικό ποίημα De Rerum Natura ("Περί της φύσεως των πραγμάτων"), 7.415 στίχων που συνδύαζε τη διδασκαλία του Επί­κουρου με τον Ατομισμό του Δημόκριτου.

Η διάσωση όλων των κειμένων του ποιήματος είναι αξιοσημείωτο γεγονός, δεδομένης της εχθρότητας της χριστιανικής Εκκλησίας. Επίσης, σκεφτείτε ότι το έργο επί αιώνες ήταν θαμμένο στα άδυτα ενός μοναστηριού της νότιας Γερμανίας, ώσπου ήρθε στο φως το 1417.

Ο Επίκουρος για τον Λουκρήτιο ήταν θεός αφού ήταν εκείνος που πρώτος βρήκε το νόημα της ζωής, ό,τι σήμερα ονομάζουμε σοφία, εκείνος που με την επιστημοσύνη του άρπαξε τη ζωή μέσα απ’ τις τόσες ανεμοζάλες κι από βαθιά σκοτάδια, και την απίθωσε σε τέτοιο γαλήνιο λιμάνι και σε τόσο καθάριο φως.

Το μόνο που εκστασιάζει τον Λουκρήτιο είναι το μυστήριο που αποκάλυψε η επικούρεια φιλοσοφία. Και τούτο το μυστήριο είναι πως δεν υπάρχει κανένα μυστήριο· μοναχά κάτι αραχνοφωλιές μες στον ανθρώπινο νου.

Ο στόχος του έργου ήταν να απαλλάξει το νου των ανθρώπων από την προκατάληψη και το φόβο του θανάτου. Για να το πετύχει αυτό αναπτύσσει διεξοδικά τις θέσεις του Επίκουρου, τον οποίον και αποθεώνει. Ο Λουκρήτιος εκφράζει σε προσεγμένα κλασικά λατινικά τις επικούρειες απόψεις του για τη μεταφυσική, την υλιστική ατομική θεωρία και, γενικότερα, την υπεροχή των φυσικών φαινομένων ως κεντρικής ερμηνείας της λειτουργίας του κόσμου.

Ο Λουκρήτιος αντιπαθούσε και έβλεπε ως αβάσιμη τη δεισιδαιμονία καθώς δεν πίστευε ότι το Σύμπαν κυβερνάται από θεϊκές παρεμβάσεις ή υπερφυσικές δυνάμεις, όπως θεωρούσε η πλειονότητα των ανθρώπων του καιρού του. Ο θάνατος για τον Λουκρήτιο δεν ήταν εγγενώς ούτε καλός ούτε κακός, μόνο μία απόλυτη παύση της ύπαρξης, και ο φόβος του θανάτου δεν ήταν παρά μία προβολή επίγειων, καθημερινών φόβων.

Ο επικουρισμός δεν κυριάρχησε τελικά στη Ρώμη. Εκτοπίστηκε από το αντίπαλο δέος, τον Στωικισμό. Το ιδανικό του λάθε βιώσας δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία ενός λαού, ο οποίος είχε στο αίμα του τη δημόσια δράση και το ενδιαφέρον για την πολιτική ζωή. Αν και απέκτησε πολλούς εχθρούς, κυρίως από τον χώρο του χριστιανισμού, άντεξε στον χρόνο, θαυμάστηκε και εξακολουθεί να θαυμάζεται και να εντυπωσιάζει με την ένταση, το πάθος και το σφρίγος που το χαρακτηρίζει.

Cicero Ο Κικέρων, από την άλλη, συνδύασε διάφορες φιλοσοφικές τάσεις της αρχαιότητας στο έργο του. Στην επιστημολογία, ενέμεινε στη σκεπτικιστι­κή εκδοχή της Ακαδημίας, ενώ στην ηθική, στην ανθρωπολογία και στη θεολογία, ακολούθησε τα διδάγματα του Στωικισμού – άλλωστε ήταν μαθητής του Διόδοτου – στη μετριοπαθή εκδοχή του

Σε αυτόν οφείλει η αρ­χαία ελληνική φιλοσοφία την αναγνώρισή της από τους Ρωμαίους, η στάση των οποίων προς τη φι­λοσοφία ήταν κάθε άλλο παρά επιδοκιμαστική. Ο Κικέρων δικαιούται σεβασμού κυρίως ως μετα­φραστής και κομιστής της αρχαίας ελληνικής φι­λοσοφίας, γιατί μετέφερε τις ελληνικές ηθικές και πολιτικές θεωρίες στο ρωμαϊκό κόσμο.

Επειδή ήταν ένας στοχαστικός και συνάμα πραγματιστής πολιτικός, αντιλαμβανόταν τον ιδανικό βίο ως σύν­θεση φιλοσοφίας και ρητορικής που βρισκόταν μόνιμα στην υπηρεσία του κράτους, το οποίο το όριζε ως σύμπραξη βασισμένη στη νομική συναί­νεση και στο κοινό συμφέρον. Για να αποτρέψει την άτοπη χρήση της ρητορικής, απαιτούσε οι ομιλητές να διαθέτουν όχι μόνο ρητορική δεινότη­τα, αλλά και ηθική αξιοπρέπεια.

Στη γνωσιολογία του, αρνούνταν ότι μπορεί να υπάρχει απολύτως βέβαιη γνώση, και, συνεπής με αυτήν την άποψη, διαμαρτυρόταν ενάντια σε κάθε δογματισμό. Ωστόσο, απαιτούσε ο καθένας να εξετάζει επακριβώς τις κρίσεις που διατυπώ­νει, αξιολογώντας προσεκτικά όλα τα δυνατά αντεπιχειρήματα.

Τέλος ο Κικέρων έγραψε λόγους υπεράσπισης των εξεγερμένων από τον Σπάρτακο δούλων, έγινε κατήγορος του καταχρηστή ηγεμόνα της Σικελίας, Βέρρη ενώ έμεινε γνωστός για τους περίφημους μύδρους του κατά του επίδοξου στασιαστή Κατιλίνα.

Sénèque Ο Σενέκας (περίπου 4 π.Χ. – 65 μ.Χ. είχε και αυτός εμπλακεί ενεργά στη ρωμαϊκή πολιτική. Ήταν δάσκαλος και παιδαγω­γός του Νέρωνα, και, μάλιστα, αργότερα αυτο­κτόνησε κατ’ εντολήν του μαθητή του. Απέρριψε αποφασιστικά την ατομική θεωρία και στράφηκε πρωτίστως στον πρώιμο Στωικισμό, στον Κυνισμό και στον Επικουρισμό.

Αυτό που τον ενδιέφερε κυρίως ήταν μια πρακτική ηθική, ακόμη και απλοϊκή, βασισμένη στη στωική θεωρία για τα αγαθά. Το πρότυπο συμπεριφοράς, όπως έλεγε, πρέπει να είναι ο αδιατάρακτος στωικός σοφός, που τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερα ο έλεγχος των παθών του και η γαλήνη μπροστά στο θάνατο. Όπως και ο Λουκρήτιος, έθεσε την επιστημονική έρευνα στην υπηρεσία της διαφώτισης και της ηθικής.

Ο Σενέκας επικάλυψε τον στωικισμό με ένα πέπλο ουμανισμού, που συνοψίζεται στη φράση του «ο άνθρωπος είναι ιερός για τον άνθρωπο», και υπηρέτησε το στωικό ιδανικό του σοφού που μεριμνά για την κοινωνία από θέση ευθύνης. Για τον Σενέκα χρέος των πλουσίων και των αρχόντων ήταν η βοήθεια προς τους κοινωνικά αδύναμους. Στα δράματα που έγραψε (π.χ. «Φαίδρα», «Οιδίπους», «Μήδεια», «Κείμενα», «Θυέστης», «Αγαμέμνων» κλπ.), βασισμένα σε ελληνικούς μύθους και κλασικές αττικές τραγωδίες, επηρεάστηκε από τον Ευριπίδη, τον Βιργίλιο και τον Οβίδιο.

Ακόμα και στους Χριστιανούς έγινε συμπαθής ο Σενέκας για την ηθική διδασκαλία του και για το τέλος του ως «μάρτυρα» της φιλοσοφίας και από αυτή τη συμπάθεια προέκυψε η ψευδεπίγραφη αλληλογραφία του με τον Απόστολο Παύλο, η οποία βρήκε αναγνώστες στο χριστιανικό κόσμο.

Marcus_Aurelius Ο Μάρκος Αυρήλιος, ο «φιλόσοφος αυτοκρά­τορας», έμεινε προσκολλημένος στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία των στωικών. Η σύνδεση της ηθικής με τη θρησκεία τον οδήγησε στη διατύπω­ση της θέσης ότι η παράλογη συμπεριφορά ισο­δυναμεί με ανυπακοή στον Θεό. Βασιζόμενος στην ορθολογική ταυτότητα των ανθρώπων, άντλησε ένα κοσμοπολίτικο πολιτικό ιδανικό, που νομιμοποίησε ιδεολογικά τον αυτοκρατορικό τίτ­λο της Ρώμης.

Ήταν ο τελευταίος από τους "Πέντε Καλούς Αυτοκράτορες" και θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς στωικούς φιλοσόφους. Έγραψε το περίφημο έργο "Έις εαυτόν", στα ελληνικά, κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του που θεωρείται εξαιρετικό έργο, κλασσικό παράδειγμα της στωικής φιλοσοφίας. Ακόμη και σήμερα θεωρείται ως έργο μνημείο για μια διακυβέρνηση με γνώμονα το καθήκον και την εξυπηρέτηση του συνόλου.

Πηγές: wikipedia, Ιστορία της Φιλοσοφίας (C.Delius – M. Gatzemeier – D.Sertcan – K.Wuenscher)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου