ΡΩΜΗ

ΡΩΜΗ

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ (726/30-843 μ.Χ.)


ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ

Το 717 ο Λέων ο Γ΄ ανεβαίνει στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία του έμελλε να σφραγιστεί από δύο σημαντικά γεγονότα. Από τη μία πλευρά στο εξωτερικό συνέβηκε η συντριβή των Αράβων. Έτσι, εκείνοι για αρκετά χρόνια σταμάτησαν να αποτελούν σημαντική απειλή για το Βυζάντιο. Παράλληλα στο εσωτερικό, η έριδα της εικονομαχίας ταλανίζει τους Βυζαντινούς.
«Εικονομαχία» είναι το κίνημα που στράφηκε κατά της κατασκευής και λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν το Θεό η τους αγίους. Στον αντίποδα της υπήρχε η εικονολατρία. Η διαμάχη αυτή χωρίζεται σε δύο περιόδους από το 727 ή 730 έως το 787 και από το 815 έως το 843. Η πρώτη φάση ξεκίνησε, όταν ο Λέων Γ΄ επέβαλε την κατάργηση των εικόνων και έληξε με τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δικαίωσε θεολογικά τους εικονόφιλους. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε, όταν κατά τους χρόνους του Λέοντα Ε΄ αναζωπυρώθηκε το κίνημα της εικονομαχίας μέχρι το 843 που η αυτοκράτειρα Θεοδώρα το καταδίκασε τελειωτικά και συγχρόνως αναστήλωσε τις εικόνες στις Εκκλησίες. Αδιαμφισβήτητο πάντως γεγονός ήταν ότι η εικονομαχία δίχασε τον λαό σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις τους εικονολάτρες και τους εικονομάχους με οδυνηρές συνέπειες για την εσωτερική ειρήνη της αυτοκρατορίας.

Η εικονομαχία ως γεγονός είναι δύσκολο να αποτιμηθεί αλλά και να φωτιστούν όλες οι πτυχές της λόγω της μη διάσωσης των εικονομαχικών κειμένων και διαταγμάτων. Αντίθετα έχουν διασωθεί έργα με εικονολατρικές αντιλήψεις, τα οποία μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την εικονομαχία και τα επιχειρήματα των εικονοφίλων.


Οι δύο βασικές ιστορικές πηγές της εποχής είναι τα έργα του Θεοφάνους του Χρονογράφου και του πατριάρχη Νικηφόρου. Σημαντική θέση κατέχουν επίσης, κυρίως, για τη θεολογία των εικόνων τα έργα του Ιωάννη του Δαμασκηνού, του Θεόδωρου Στουδίτη[4] αλλά και τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787). Απλά ερμηνευομένη, η διαμάχη ξεκίνησε από την αντίδραση εναντίον της θρησκοληψίας και των υπερβολών στη λατρεία των αγίων λειψάνων και εικόνων. Στα χρόνια αυτά υπήρχε μεγάλη έξαρση του μοναχισμού. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι κατέφυγαν στα μοναστήρια για να αποφύγουν την στράτευση η τις άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις. Για να ζήσουν πολλοί από αυτούς εκμεταλλεύονταν την αμάθεια του κόσμου με την πώληση λειψάνων αγίων η χρώματος από θαυματουργές εικόνες για θεραπευτικούς σκοπούς κ.λπ. Όλα αυτά αποτέλεσαν την αφορμή και όχι την κύρια αιτία του θεολογικού και λατρευτικού ζητήματος που συντάραξε για σχεδόν δύο αιώνες -8ο και 9ο- τα θεμέλια της αυτοκρατορίας.


Πολλοί ιστορικοί και θεολόγοι, κυρίως από το 19ο έως σήμερα, προσπάθησαν να εξηγήσουν τα βαθύτερα αίτια της εικονομαχίας. Κάποιοι θεώρησαν ότι τα κίνητρα υπήρξαν αποκλειστικά θεολογικά, κάποιοι άλλοι μίλησαν για μία μεταρρύθμιση στην βυζαντινή κοινωνία, ενώ άλλοι αναφέρθηκαν σε κίνητρα οικονομικά και πολιτικά. Σήμερα πολλοί θεωρούν ότι ρίζες της εικονομαχίας υπήρξαν: α) Η προσπάθεια των Ισαύρων να εξουσιάσουν την εκκλησία, και να επωφεληθούν από την περιουσία των μοναστηριών. β) Σε πολιτικά αίτια, αφού οι εικονομάχοι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν την πρόφαση της προσπάθειας να περιστείλουν την ασυδοσία κάποιων μοναχών, στην πραγματικότητα σκοπό είχαν να αποσπάσουν την εκπαίδευση από τα χέρια της Εκκλησίας και να τονώσουν την μοναρχική εξουσία με την απόσπαση του λαού από την επιρροή της Εκκλησίας. γ) Παράλληλα οι κρατούντες ένιωθαν μεγάλο φόβο για την αύξηση της ήδη μεγάλης δύναμης της Εκκλησίας στο λαό λόγω των κοινωφελών ιδρυμάτων της (νοσοκομεία, γηροκομεία κ.α. και τέλος δ) Οι εικονομάχοι ήταν επηρεασμένοι από την αίρεση των μονοφυσιτών, τον ωριγενισμό και από τις μονοθεϊστικές θρησκείες, Ιουδαϊσμό και Μονοθεϊσμό, στις οποίες απαγορευόταν η απεικόνιση της Θεότητας. Ταυτόχρονα την εχθρική στάση απέναντι στις εικόνες καλλιεργήθηκε κυρίως στα χρόνια των Ισαύρων. Αυτοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, για να πλησιάσουν πολιτικά τους Μωαμεθανούς και τους Ιουδαίους και να τους ενσωματώσουν ευκολότερα στην αυτοκρατορία. Τέλος σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι θεολογικές παρεκκλίσεις μερικών πιστών που λάτρευαν όχι το εικονιζόμενο πρόσωπο αλλά την συγκεκριμένη φορητή εικόνα ως θαυματουργή.


Ο Λέων Γ΄ είχε επηρεασθεί από την πολιτική του χαλίφη Γιαζίντ του Δεύτερου (720-724) σχετικά με την απαγόρευση ανάρτησης εικόνων στις χριστιανικές εκκλησίες του της επικράτειάς του. Επιχείρησε, λοιπόν, να εφαρμόσει κάτι παρόμοιο και στο Βυζάντιο από το 726. Ως δικαιολογία για το συγκεκριμένο εγχείρημα χρησιμοποίησε την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Υποστήριξε ότι με τον τρόπο αυτό ο Θεός τιμωρούσε τους Βυζαντινούς για την υποτιθέμενη ασέβειά τους να προσκυνούν τις εικόνες. Μεγάλη αναταραχή προκλήθηκε στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, όταν κατόπιν διαταγής του, βασιλικοί άνθρωποι προσπάθησαν να αφαιρέσουν την εικόνα του Χριστού από της μεγάλης Χαλκής Πύλης των ανακτόρων. Η εικόνα αντικαταστάθηκε με τον τρισόλβιο τύπο του σταυρού. Η αντίδραση υπήρξε μεγάλη.

Συνέπεια των εικονοκλαστικών γεγονότων ήταν ο τουρμάρχης των Ελλαδικών Αγαλλιανός να εκστρατεύσει κατά της Βασιλεύουσας, χωρίς η εκστρατεία του να έχει αίσιο τέλος. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας εκθρονίζει τον πατριάρχη Γερμανού, μην πετυχαίνοντας να κερδίσει τη συμπαράστασή του. Το 730 νέος πατριάρχης ορίστηκε ο πατριαρχικός σύγκελλος Αναστάσιος. Η αντίδραση των εικονοφίλων άρχισε να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ο πάπας Γρηγόριος σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα τον καλούσε να αφήσει την εικονομαχική πολιτική. Ο ίδιος ο πάπας την καταδίκασε σε σύνοδο το 732. Ως απάντηση στη στάση του πάπα, ο Λέων αντέδρασε λαμβάνοντας διάφορα πολιτικά μέτρα, όπως η φυλάκιση των παπικών απεσταλμένων κ.α.Το 741 ο Λέων πέθανε, έχοντας σώσει εξωτερικά την αυτοκρατορία από τους Άραβες, εξανθρωπίσει τους νόμους αλλά και διχάσει στο εσωτερικό με τη στάση του απέναντι στις εικόνες. Τον Ιούνιο του 741 ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ δέχθηκε επίθεση στα εδάφη του θέματος Οψικίου από τον Αρτάβασδο, κόμητα του Οψικίου και παλαιό συνεργάτη του Λέοντος. Οι δυνάμεις του Αρτάβασδου έτρεψαν σε φυγή τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου και εισήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αρτάβασδος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και αμέσως διέταξε την αναστήλωση των εικόνων. Ύστερα από πολεμικές επιχειρήσεις δύο ετών στα εδάφη της Λυδίας και της Βιθυνίας, ο Κωνσταντίνος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του 743.


Μετά την επικράτηση στον θρόνο του Κωνσταντίνου Ε΄, έγιναν προσπάθειες για τη σύγκληση μίας συνόδου που θα υποστήριζε τις εικονομαχικές θέσεις του αυτοκράτορα. Έτσι το 754 συνήλθε στη Ιέρεια η Σύνοδος, όπου καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε η λατρεία των εικόνων με βάση τη χριστολογική διδασκαλία για το αχώριστο και αδιαίρετο των δύο φύσεων του Χριστού. Παράλληλα ο Κωνσταντίνος στράφηκε εναντίον των μοναχών. Οι περισσότεροι έφευγαν από τα μοναστήρια τους καταφεύγοντες στην Ιταλία. Το 775 ο Κωνσταντίνος πέθανε και στο θρόνο ανεβαίνει ο Λέων Δ΄, ο οποίος συνέχισε ηπιότερα την πολιτική του πατέρα του. Φραγμό στην εικονομαχική πολιτική έδωσε ο θάνατος του Λέοντος το 780. Την εξουσία ανέλαβε η εικονόφιλη χήρα του Ειρήνη, επίτροπος και συναυτοκράτειρα του ανήλικου γιου τους Κωνσταντίνου Στ΄

(από πρακτικά της Μονής Βατοπεδίου)

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Από την επαρχία στα ανάκτορα


Πρώτα χρόνια και άνοδος του Ιουστινιανού στον θρόνο

Ο Πέτρος Σαββάτιος, ιλλυρικής ή θρακικής καταγωγής, ήταν ανιψιός του στρατηγού (και αργότερα αυτοκράτορα) Ιουστίνου Α΄. Με την άνοδο του θείου του στην εξουσία το 518 ονομάστηκε πατρίκιος. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος και ουσιαστικός αντιβασιλέας υιοθετημένος από τον θείο του, και το 527, λίγο πριν τον θάνατο του τελευταίου, ονομάστηκε συναυτοκράτωρ, παίρνοντας το όνομα Ιουστινιανός.

Ήταν εξαιρετικά ικανός αλλά και αυταρχικός κυβερνήτης, με βαθιά λατινική και κλασική μόρφωση. Η γυναίκα του Θεοδώρα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε τον καιρό της εξουσίας του θείου του μέσω των κοινών τους επαφών με τους Βένετους, ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα φιλόδοξη, ικανή, οξυδερκής και κυρίως πολύ όμορφη. Παρά την ταπεινή της καταγωγή, ο Ιουστίνος Α' τη δέχτηκε, όχι όμως και η γυναίκα του, η οποία δεν επέτρεψε το γάμο μέχρι το θάνατό της το 524. Ακόμα και αν το παρελθόν της Θεοδώρας ήταν όντως σκοτεινό, είναι σίγουρο ότι με το γάμο της με τον Ιουστινιανό μεταμορφώνεται σε ιδανική σύζυγο και Αυτοκράτειρα.


Τον Ιανουάριο του 532 ξέσπασαν σοβαρές ταραχές μετά την καταδίκη κάποιων Πράσινων και Βένετων σε θάνατο για επεισόδια στον Ιππόδρομο. Εκφράζοντας την αντιπάθειά τους στο πρόσωπο του απόμακρου αυτοκράτορά τους, που στα μάτια τους ήταν ο εισηγητής της σκληρής φορολογικής πολιτικής που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης, προκαλώντας καταστροφές και χρίζοντας αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α΄. Η κατάσταση ξέφευγε από το έλεγχο του Ιουστινιανού, ο οποίος την παραμονή της εγκατάλειψης του θρόνου προς διαφυγή, μεταπείθεται (κατά μία εκδοχή) από τη Θεοδώρα και παραμένει για μάχη μέχρις εσχάτων. Έτσι, υπό τις εντολές του Βελισάριου, του Μούνδου και του διοικητή της φρουράς στρατηγού Ναρσή, ο ρωμαϊκός στρατός σφαγιάζει στον Ιππόδρομο 30.000 περίπου στασιαστές και μη, δίνοντας τέλος στην περίφημη "Στάση του Νίκα", η οποία έλαβε το όνομά της από το σύνθημα των επαναστατών.


Η καταστροφή του ναού της Αγίας Σοφίας κατά τις ταραχές αποτελεί το έναυσμα για την ανάθεση από τον Ιουστινιανό της κατασκευής ενός νέου μεγαλοπρεπούς ναού. Έτσι, την ίδια χρονιά οι αρχιτέκτονες από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας Ανθέμιος και Ισίδωρος ξεκινούν τις εργασίες κατασκευής, που ολοκληρώνονται το 537, χρησιμοποιώντας πολύχρωμα μάρμαρα από την Ελλάδα (κυρίως από τις Κυκλάδες) και ψηφιδωτά από διάφορα μέρη της Ιταλίας και της Ελλάδας. Ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, έργο για το οποίο ο αυτοκράτορας δεν φείσθηκε χρημάτων ή εργασίας, αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία της αρχιτεκτονικής, με μέγεθος και μεγαλοπρέπεια που ως τις μέρες μας συγκινούν και προκαλούν δέος.

Οι λόγοι δημιουργίας του Ιουστινιάνειου Κώδικα

Εμπνευστής του έργου αυτού ήταν ο στενός συνεργάτης του Ιουστινιανού, Τριβωνιανός, ο οποίος και ανέλαβε τη σύνθεση αυτού του τολμηρού εγχειρήματος. Τον Απρίλιο του 529 ολοκληρώθηκε αυτή η προσπάθεια, η οποία κατέληξε στον Κώδικα του Ιουστινιανού ή Codex Iustinianus. Χωριζόταν σε δέκα βιβλία και αποτέλεσε πλέον τον αυθεντικό Κώδικα Νόμων της Αυτοκρατορίας.
Το έργο αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά μια συστηματοποίηση του υλικού παλαιότερων κωδίκων και νόμων, προσπαθώντας να αφαιρέσει τις αντιφάσεις που είχαν, χωρίς όμως τελικά να τις εξαλείψει πλήρως. Μετά από τρία χρόνια ο νέος Κώδικας δημοσιεύθηκε και ονομάστηκε Digestum ή Πανδέκτης και χρησιμοποιήθηκε αμέσως από τους νομικούς της αυτοκρατορίας. Το 534 έγινε νέα έκδοση, που της αποδόθηκε η ονομασία Νεαραί (Novellae) και αποτέλεσε συμπλήρωμα της αρχικής προσπάθειας. Αυτό συνέβη λόγω των νομικών μεταρρυθμίσεων του Ιουστινιανού. Οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του Ιουστινιανού (σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις, που ήταν γραμμένοι στα Λατινικά) γράφτηκαν στα Ελληνικά.

Η σπουδαιότητα του έργου, πέραν της μεγάλης απλοποίησης των νόμων του ρωμαϊκού δικαίου, έγκειται στο ότι ουσιαστικά αποτέλεσε μια εναρμόνιση των θεσμών Πολιτείας και Εκκλησίας. Μέσα στο έργο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή της πολιτικής θεολογίας της Εκκλησίας, αφού ουσιαστικά αποτέλεσε την καταστατική βάση της πολιτικής θεωρίας του Βυζαντίου, όπως αυτές κυρίως αποδόθηκαν στα διατάγματα της ΣΤ΄ Νεαράς. Στα κείμενα καθίσταται εμφανές πως η ορθή και προσήκουσα άσκηση της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει τον κοινό σεβασμό του θείου νόμου. Επίσης στις ίδιες διατάξεις εμφανίζονται πλήθος νόμων που εφαρμόζονταν στη ζωή της Εκκλησίας να εντάσσονται στους νόμους του κράτους, με ιδιαίτερη βάση στους κανόνες των Οικουμενικών συνόδων, οι οποίοι θα εφαρμόζονταν ως «τάξιν νόμων». Η καταστατική αυτή βάση σύγκλισης των δύο θεσμών, απέρρεε από την ένταξη του Χριστιανισμού στις θεμελιακές δομές της νέας ρωμαϊκής κοσμοθεώρησης και ο Ιουστινιανός κώδικας θα παρέμενε το κέντρο αυτής της σύγκλισης, σε όλη την βυζαντινή εποχή.

Σε πολιτειακό επίπεδο ο κώδικας αναδεικνύει τη θέση του αυτοκράτορα ως απόλυτου μονάρχη με απεριόριστη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία.


Στις 27 Δεκεμβρίου 537, δύο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα, εγκαινιάστηκε ο νέος ναός της Αγίας Σοφίας. Ο μεγαλοπρεπής ναός χτίστηκε μόλις μέσα σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες (οι ιστορίες της ανέγερσης στο μεταγενέστερο κείμενο "Διήγησις περὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας" είναι μυθοπλασίες, όπως και η δήθεν αναφώνηση του Ιουστινιανού: "Νενίκηκά σε Σολομών!"). Σήμερα, ο κάθε υποψιασμένος επισκέπτης της Αγίας Σοφίας διαπιστώνει ευθύς ότι ο ναός παραπέμπει στην παράδοση της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, σε βασιλικές και ναούς με τρούλο, όπως το Πάνθεον. Ωστόσο, εδώ η κλίμακα του έργου ξεπερνάει κάθε προηγούμενο: αποτελεί το μεγαλύτερο κτήριο στον ρωμαϊκό κόσμο και θα παραμείνει μέχρι το 16ο αιώνα, οπότε χτίστηκε ο νέος ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Αυτό που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης είναι, βέβαια, το ταλαιπωρημένο κέλυφος ενός ναού, κακοποιημένου από τις δοκιμασίες της ιστορίας, που όμως πάντα στέκεται όρθιος. Απλώς ας σημειωθεί ότι ο τρούλος κατέρρευσε αμέσως μετά, το 558, αλλά και μερικώς πολλές φορές στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, επισκευάστηκε από τους αυτοκράτορες.

Συνεπώς, σε ένα βαθμό η φαντασία είναι απαραίτητη για να συλλάβει κάποιος την αρχική λειτουργία του ναού και την εντύπωση που προκαλούσε. Κατ’ αρχάς το εσωτερικό του ναού ήταν πολύ πιο φωτεινό, καθώς η προσθήκη εξωτερικών αντηρίδων και άλλων κτηρίων, καθώς και η αλλαγή στη διάταξη των παραθύρων μετά την κατάρρευση του πρώτου τρούλου περιόρισαν τη φωτεινότητα του μνημείου. Δεν υπήρχαν ψηφιδωτές παραστάσεις, αλλά φως, πολύ περισσότερο από ό,τι σήμερα: το άνω διάζωμα του ναού –και όχι μόνο ο θόλος– θα ήταν επιχρυσωμένο ή σε χρώμα κίτρινο. Το πρωί, το φως από τα ανατολικά, αντικατοπτρίζοντας μάλιστα την ξεχωριστή λάμψη των κυμάτων του Βοσπόρου, κατέβαινε από το πάνω μέρος του ναού προς τα κάτω δημιουργώντας μια ουράνια εικόνα: το φως περνούσε μέσα από τα παράθυρα στη βάση του τρούλου δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο τρούλος ήταν ένα φωτεινό στεφάνι που δεν στηρίζεται πουθενά, αλλά κρέμεται από τους ουρανούς. Το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα εκτυφλωτικό.

Έτσι, εξάλλου, περιγράφεται ο ναός από τον Προκόπιο, και σε αυτόν στηριζόμαστε σήμερα όταν κάνομε λόγο για αυτή την αρχιτεκτονική ανυπέρβλητη ψευδαίσθηση: ο τρούλος έμοιαζε να κρέμεται σε χρυσή αλυσίδα από τον ουρανό. Η «χρυσή αλυσίδα» (σειρᾷ τῇ χρυσῇ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ) που χρησιμοποιεί στην περιγραφή του ο Προκόπιος είναι μια πλατωνική αλληγορία (με βάση τον Όμηρο) για τα διάφορα επίπεδα του μεταφυσικού και υλικού κόσμου, η κατάβαση από το Θείον, το Ένα, κάτω στον υλικό μας κόσμο. Πρόκειται για απόσπασμα της Ιλιάδας (8.19, σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες), όπου ο Δίας αμφισβητεί αν μπορούν όλοι οι άλλοι θεοί να τον εκθρονίσουν, ακόμη κι αν πιαστούν όλοι μαζί από μια χρυσή αλυσίδα κρεμασμένη στον ουρανό και από εκεί τραβώντας επιχειρήσουν να τον ρίξουν κάτω. Όμως, αν κάποιος ανατρέξει στις υπάρχουσες εκδόσεις και μεταφράσεις του κειμένου του Προκοπίου, δεν θα βρει πουθενά αυτή τη χρυσή αλυσίδα (χρυσή σειρά). Ο εκδότης (J. Haury), παραβλέποντας τη χειρόγραφη παράδοση και μη αντιλαμβανόμενος το πλατωνικό δάνειο στο τόσο σημαντικό αυτό σημείο για τον τρούλο που αιωρείται, αντί για σειρά εξέδωσε σφαίρα. Πάντως, εκτός από τον Προκόπιο, και ένας άλλος Πλατωνιστής και εθνικός, ο Ιωάννης Λυδός, καλεί την Αγία Σοφία «τὸ τοῦ μεγάλου θεοῦ Τέμενος», μια έκφραση που αλλού χρησιμοποιεί για τον θεό Ήλιο, τον θεό του φωτός. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ευθύνη του έργου είχε ένας εθνικός και ότι οι αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας ήταν μάλλον επίσης εθνικοί από την Πλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Ο Ανθέμιος, πιο συγκεκριμένα, ήταν ειδικός στη θεωρία της οπτικής.

Στα χαμηλά οι επιφάνειες των τοίχων του κυρίως ναού και των στοών, αλλά και το πάτωμα καλύπτονταν με πολύχρωμα μάρμαρα και ορθομαρμαρώσεις. Σε αντίθεση με τον ουράνιο θόλο, τα μάρμαρα αντιπροσώπευαν τον υλικό κόσμο, το κάτω «διάζωμα» του ναού. Στην ποιητική περιγραφή της Αγίας Σοφίας, ο Παύλος Σιλεντιάριος τα βλέπει σαν μαρμάρινα λιβάδια (μαρμαρέους λειμῶνας) και επισημαίνει τα ανθηρά μοτίβα που σχηματίζονται και τα πολλά τους χρώματα. Όσον αφορά τις άλλες αισθήσεις, ο ανοικτός εσωτερικός χώρος παρήγε μια μακρά αντήχηση, που σημαίνει ότι τα λόγια των ακολουθιών δεν θα πρέπει να ακούγονταν ευκρινώς αλλά ως μια συνεχής και ανά επικαλυπτόμενα κύματα ηχώ, ένας «υγρός» ήχος όμως λέγεται. Έτσι, ένας χώρος που αρχιτεκτονικά συμβολίζει ουρανό και γη, που ο λόγος αντηχεί ως θείο πνεύμα μέσα από τα λόγια της λειτουργίας και δονεί τους πιστούς, που μια εκθαμβωτική λάμψη κυριαρχεί από πάνω με το παιγνίδι του φωτός στις απαστράπτουσες επιφάνειες του μαρμάρου, όλα αυτά θα μπορούσε να υποβάλλουν στους πιστούς την αίσθηση ότι παρευρίσκονται στη μοναδική στιγμή της Δημιουργίας, όταν το πνεύμα και το πρώτο φως του κόσμου ἐπεφέρετο άνω τῶν ὑδάτων (Γεν. 1.1-11: όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν ακριβώς σε αυτό το απόσπασμα της Γένεσης).

Στη μέση της σύναξης θα στεκόταν ο αυτοκράτορας, γιατί αυτή ήταν η δική του εκκλησία, που χτίστηκε για να προβάλει τη δόξα του. Η Αγία Σοφία ήταν πάνω απ’ όλα μια αυτοκρατορική εκκλησία, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Ιουστινιανού, στην οποία τα μονογράμματα πάνω στα κιονόκρανα το διατρανώνουν εμφατικά στους αιώνες. Πρόκειται για ένα μνημείο ενός αυτοκράτορα και μιας συγκεκριμένης εποχής, ένα μνημείο, όμως, που κατάφερε να διεμβολίσει το χρόνο. Τα μάρμαρα των κιόνων και των ορθομαρμαρώσεων επιλέχθηκαν συνειδητά από όλες τις γωνιές της Μεσογείου, από τη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα. Ο Παύλος Σιλεντιάριος φροντίζει να μας παραθέσει την προέλευσή τους. Έτσι, στο εσωτερικό του ναού, με βάση την προέλευση των μαρμάρων, ήταν παρούσα όλη η αυτοκρατορία, δηλαδή ένας συμβολικός χάρτης της ιουστινιάνειας επικράτειας, της ιουστινιάνειας οικουμένης, με όλα τα εδάφη που ήλεγχε και από τα οποία όλα τα αγαθά, όπως τα μάρμαρα, έφταναν στην Πόλη. Μια πόλη που αν δεν την είχαν ήδη μετονομάσει σε Κωνσταντινούπολη θα της είχε δώσει χωρίς ενδοιασμό το δικό του όνομα. Γιατί αυτός την ανέστησε, αυτός ο οποίος μέσα στο ναό του επευφημείτο ενώπιον του λαού κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, όπως αναφέρεται, για παράδειγμα, στα κοντάκια (ποιητικά κηρύγματα) του Ρωμανού Μελωδού, ενός υμνογράφου της Μεγάλης Εκκλησίας που έζησε την ίδια εποχή. Ένα από τα κοντάκιά του (54) υμνεί τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα για την ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης και της Αγίας Σοφίας, μετά τις πυρκαγιές στη Στάση του Νίκα: ἐν χρόνῳ γὰρ ὀλίγῳ ἀνέστησαν ἅπασαν τὴν πόλιν. Ο Ρωμανός συγκρίνει τη σφαγή του πληθυσμού με την οργή που δείχνει ο Θεός σε εκείνους που δεν καταλαβαίνουν από δίκαιες φοβέρες, αλλά δεν κρύβει τον πόνο που προκάλεσαν τα ξίφη του αυτοκράτορα. Ο Ρωμανός συγκρίνει την Αγία Σοφία, που ορθώθηκε μέσα από τις στάχτες της, με το Ναό του Σολομώντα, μόνο που εκείνος μένει πάντα ερείπιο. Αυτή η αποστροφή του λόγου θα μπορούσε να είναι μια ακόμη έμμεση νύξη εναντίον του ναού της Ανικίας Ιουλιανής, του Αγίου Πολύευκτου, που είχε διαφημιστεί ως ένας νέος Ναός του Σολομώντα. Τον Ιουστινιανό τον κυνηγούσαν πάντα τα φαντάσματα των αριστοκρατικών του αντιπάλων.

(ΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΛΗΣ-ΗΛΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ)


Ο Ιουστινιανός και η ιστορία του μεταξιού

Σύμφωνα με τον Προκόπιο, γύρω στο 552 γίνεται η προσέγγιση του Ιουστινιανού από Ινδούς μοναχούς, οι οποίοι του προτείνουν να μεταφέρουν στην αυτοκρατορία γόνους του μυστηριώδη σκώληκα που τρώγοντας φύλλα συκομουριάς παράγει μετάξι, τον μεταξοσκώληκα. Όπως όμως αποδεικνύει η πρόσφατη έρευνα η ιστορία αυτή είχε ξεκινήσει δεκαετίες νωρίτερα και απλώς στα 550 η μεγάλη αυτή μετατόπιση της πρωτογενούς παραγωγής προς τη Μεσόγειο είχε ήδη αποδώσει καρπούς. Σημείο έσχατης χλιδής και κοινωνικής καταξίωσης στην αυτοκρατορική κοινωνία ήταν τα μεταξωτά ενδύματα, και αυτά με την πορφυρή βαφή που παρασκευάζονταν στις πόλεις της Φοινίκης προορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά για το παλάτι. Το ακατέργαστο μετάξι ήταν κινέζικης προέλευσης και η εισαγωγή του γινόταν μέσω Περσών εμπόρων που το έφερναν ως τα σύνορα.

Αποτελούσε τον μεγαλύτερο παράγοντα του εμπορικού ελλείμματος της αυτοκρατορίας και μάλιστα τα κέρδη πήγαιναν στον Πέρση εχθρό. Στα πρώτα, λοιπόν, χρόνια της βασιλείας του (περ. 530) ο Ιουστινιανός ζήτησε από τους Αιθίοπες συμμάχους του να στρέψουν την πορεία του εμπορεύματος μέσω της Ερυθράς θάλασσας, αλλά μάταια. Ινδοί όμως μοναχοί γνωρίζοντας τα σχέδια του αυτοκράτορα προσφέρθηκαν (μέσα στις δεκαετίες 530-540) να του φέρουν τον μεταξοσκώληκα από τη Σήρινδα (ταυτιζόμενη με τη δυτική Κίνα) ώστε να δημιουργηθεί εντόπια ρωμαϊκή παραγωγή. Είναι μυθική αλλά ευρέως γνωστή η ρομαντική ιστορία του Θεοφάνη του Βυζαντίου (τέλη 6ου αιώνα) ότι έφεραν αυγά μεταξοσκώληκα κρυφά από την Κίνα σε κούφιες ράβδους, στοιχείο που ο Προκόπιος αγνοεί αναφέροντας απλώς μεταφορά γόνων. Η υποδομή και συνθήκες του εγχειρήματος ήταν πιο απαιτητικές, και θα πρέπει να πέρασαν αρκετά χρόνια προς τα τέλη της δεκαετίας του 540 πριν αυξηθεί ικανώς ο πληθυσμός τους και φυτευτούν και μεγαλώσουν πολλές μουριές, με τα φύλλα των οποίων ο μεταξοσκώληκας τρέφεται.


Έτσι, η μεταξοκαλλιέργεια έγινε αυτοκρατορικό μονοπώλιο και σταμάτησε την εισαγωγή της πρώτης ύλης. Οι ρωμαϊκές βιοτεχνίες στη Φοινίκη, που στηρίζονταν σε αυτήν ακριβώς την εισαγωγή και διαμόρφωναν με βάση αυτήν τις τιμές των μεταξωτών υφασμάτων, δεν μπορούσαν πλέον να ανταγωνιστούν την εντόπια μεταξοκαλλιέργεια και αναγκάστηκαν να συνδιαλλάσσονται με άνισους όρους με τον Πέτρο Βαρσύμη, επίτροπο της όλης επιχείρησης, πιστό της Θεοδώρας και κερδοσκόπο, σύμφωνα πάντα με τον Προκόπιο. Ο Πέτρος Βαρσύμης, πρώην αργυραμοιβός από τη Συρία, είχε τοποθετηθεί το 542/3 ως κόμης των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum) και είχε υπό τον έλεγχό του για είκοσι χρόνια, με κάποια διαλείμματα, τη διοίκηση και τα οικονομικά της αυτοκρατορίας.

Όποια και να ήταν η τύχη των τοπικών μεταξουργών και εμπόρων, που έπρεπε να ρίξουν τις τιμές τους και να γίνουν συνέταιροι του δημοσίου, η ίδρυση της μεταξοκαλλιέργειας ήταν μαζί με την Αγία Σοφία και την έκδοση των νόμων ένα από τα επιτεύγματα του Ιουστινιανού με διαρκή αποτελέσματα και οφέλη για το Βυζάντιο. Η Ρωμανία με περιφερειακά κέντρα στη Θήβα, για παράδειγμα, έγινε για αιώνες κύριος παραγωγός και προμηθευτής μεταξιού για τον χριστιανικό κόσμο και κρατούσε σφιχτά τα μυστικά παραγωγής του.


Το μέγεθος της Αυτοκρατορίας επί Ιουστινιανού

Μετά τη Στάση του Νίκα, ο Αυτοκράτορας καταπιάνεται με έναν από τους βασικούς του στόχους:των δυτικών επαρχιών. Ο Βελισάριος, επικεφαλής του ρωμαϊκού στρατού (magister militum), εκστρατεύει κατά του βασιλείου των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής, κατακτά την Καρχηδόνα το 533, και προετοιμάζεται για την απόβαση στην Ιταλική χερσόνησο. Με τον θάνατο του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου (ή Θεϋδέριχου) το 526, τη διακυβέρνηση αναλαμβάνει η φιλόδοξη γυναίκα του Αμαλασούνθα, κηδεμόνας του διαδόχου Αθαλάριχου, την οποία όμως εκθρονίζει και θανατώνει ο Θεϋδάτος. Αυτή είναι και η αφορμή που ζητά η Ανατολική Αυτοκρατορία για να επιτεθεί. Άμεσα ο Βελισάριος καταλαμβάνει τη Νάπολη και τη Ρώμη. Ο αρχηγός των Γότθων Ουίτιγις υποχωρεί στη Ραβέννα, αλλά σύντομα επιστρέφει για να πολιορκήσει τη Ρώμη. Ο Βελισάριος, ενισχυμένος από την πρωτεύουσα καταλαμβάνει τη γύρω περιοχή και υποχρεώνει τους Γότθους σε τελική υποχώρηση το 538, σε μάχη κοντά στη γέφυρα της Μουλβίας, στην ίδια περίπου θέση όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος νίκησε το Μαξέντιο. Κατόπιν σειράς ασυνεννοησιών και αμφισβήτησης της πρωτοστρατηγίας του Βελισάριου από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα, Ναρσή και Ιωάννη, οι Γότθοι ανακαταλαμβάνουν το Μιλάνο, εξοντώνοντας τους 300.000 κατοίκους του. Χρονικά την ίδια στιγμή περίπου, η Αυτοκρατορία δέχεται και την επίθεση του Χοσρόη και των Περσών στα ανατολικά. Ενώ λοιπόν ο Ιουστινιανός είναι έτοιμος να ανακαλέσει το Βελισάριο για ενίσχυση στα ανατολικά, ο ιδιοφυής αυτός στρατηγός με δόλιο τέχνασμα καταλαμβάνει τη Ραβέννα, συλλαμβάνει τον Ουίτιγι και την οικογένειά του, δίνοντας τέλος στην εκστρατεία και ολοκληρώνοντας φαινομενικά για λογαριασμό του Ιουστινιανού την ανακατάληψη της Ιταλίας.

Μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα το 539, ο Βελισάριος φεύγει σύντομα για να συναντήσει τον Χοσρόη. Μετά από δύο χρόνια μαχών (και υπό το ψυχολογικό βάρος των απιστιών της γυναίκας του Αντωνίνας), ο Βελισάριος με τέχνασμα και πάλι εξουδετερώνει τον Χοσρόη. Το 542 ξεσπά η επιδημία βουβωνικής πανώλης, η οποία πλήττει και τον Αυτοκράτορα. Ο Βελισάριος επιστρέφει στην Ιταλία, η οποία λόγω της ανικανότητας των ορισμένων από τον Ιουστινιανό διοικητών της έχει περιέλθει εκ νέου στους Γότθους. Δυστυχώς, υπό την πίεση της Θεοδώρας ο Ιουστινιανός πείθεται ότι ο Βελισσάριος έχει τάσεις σφετερισμού, και έτσι τον εξοπλίζει δυσανάλογα φτωχά σε σχέση με τη φιλόδοξη αποστολή που του αναθέτει.

Στην αντιπαράθεσή τους με τον ικανό Γότθο βασιλιά Τωτίλα, οι Ρωμαίοι δεν μπορούν να κυριαρχήσουν. Ο Γότθος αρχηγός καταλαμβάνει τη Ρώμη το 546. Μετά από 5 χρόνια ατελέσφορων μαχών και διπλωματικών προσπαθειών, ο Βελισάριος ανακαλείται στην Πόλη το 549, χωρίς να έχει επιτύχει την επανάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου, έχοντας όμως αναχαιτίσει του Γότθους σε βαθμό που δεν θα μπορέσουν ποτέ να εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Έτσι, θα μπορέσει εύκολα ο Ναρσής, που τον αντικαθιστά το 551, με πολλαπλάσιο μάλιστα εξοπλισμό και μέσα, να ολοκληρώσει το έργο του Βελισάριου. Η επιστροφή του στρατηγού στην πρωτεύουσα το 549 συμπίπτει χρονικά με τον θάνατο της Θεοδώρας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει τη συμφιλίωση των δύο ανδρών. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία, ο Ναρσής επικρατεί των βαρβάρων, καταφέρνοντας δύο συντριπτικές νίκες στην Μάχη των Βουσταγαλλώρων και στη Μάχη του Βεζουβίου, σκοτώνοντας τον Τωτίλα και τερματίζοντας την οστρογοτθική αντίσταση.

Το 551-555, ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα, υπό τις διαταγές του 80χρονου συγκλητικού Λιβέριου, στάλθηκε στην Ιβηρική χερσόνησο, για να υποστηρίξει τον Αθανάγιλδο, που είχε εξεγερθεί εναντίον του βασιλιά Αγίλα. Το εκστρατευτικό σώμα σημείωσε εκπληκτική επιτυχία, καταλαμβάνοντας εύκολα τις παραλιακές πόλεις και το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ισπανίας, και με τη βοήθειά του, ο Αθανάγιλδος στέφεται βασιλιάς των Βησιγότθων το 554. Παρότι ο νέος βασιλιάς απαίτησε την επιστροφή των ρωμαιοκρατούμενων εδαφών, αναγκάστηκε να προβεί σε συμβιβασμό, μέσω του οποίου το νότιο τέταρτο της Ισπανίας έγινε ρωμαϊκή επαρχία, ενώ το βησιγοτθικό βασίλειο αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ιουστινιανού.

Ο Ιουστινιανός κληρονόμησε από τον προκάτοχό του ανειλημμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις στα ανατολικά σύνορα. Με αφορμή την επέμβαση των Περσών υπό τον Καβάδη Α΄ στην Λαζική και στην Ιβηρία, οι δύο αυτοκρατορίες ενεπλάκησαν σε αναμετρήσεις στην ρωμαιοπερσική μεθόριο. Το 529 ο στρατηγός Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο συνοριακό οχυρό Δάρας, αλλά την επόμενη χρονιά μπροστά στο ίδιο οχυρό συνέτριψε διπλάσιες περσικές δυνάμεις κατά την περίφημη μάχη του Δάρας. Αμφίβολο αποτέλεσμα είχε η σύγκρουση στο Καλλίνικο της Συρίας το 531 με συνέπεια και οι δύο αντίπαλοι να αποσυρθούν, αν και οι Πέρσες ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση. Η σύρραξη φάνηκε να κλιμακώνεται, αλλά ο θάνατος του Σασσανίδη μονάρχη (531) απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Ο Ιουστινιανός και ο διάδοχος του περσικού θρόνου Χοσρόης Α΄ συνομολόγησαν την Απέραντο Ειρήνη το 532 με βαριές χρηματικές αποζημιώσεις εις βάρος των Ρωμαίων.

Η επέμβαση των Ρωμαίων στα εσωτερικά της Αρμενίας (540) έδωσε στον Χοσρόη την αφορμή να ξεκινήσει νέο κύκλο επιδρομών κατά της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρακινούμενος και από Οστρογότθους πρέσβεις εισέβαλε το 540 στην Συρία. Οι Ρωμαίοι, που ήταν απασχολημένοι στη Ιταλία με τον πόλεμο εναντίον των Οστρογότθων, προέβαλαν ασθενική αντίσταση με συνέπεια το ίδιο έτος οι Πέρσες να εκπορθήσουν και να λεηλατήσουν τις πλούσιες πόλεις Χαλέπι και Αντιόχεια (Ιούνιος 540). Ιδίως η καταστροφή της τελευταίας, που ήταν η τρίτη σημαντικότερη πόλη της αυτοκρατορίας, υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τους αμυνόμενους. Ακολούθως, ο Χοσρόης βάδισε προς το μικρό, περιφερειακό αλλά στρατηγικά σπουδαίο βασίλειο της Λαζικής απαιτώντας λύτρα από τις πόλεις που συναντούσε καθ’ οδόν.


Η κατάσταση είχε γίνει κρίσιμη για την αυτοκρατορία. Ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία (541) και εστάλη στην περιοχή για να οργανώσει την αντίδραση των Ρωμαίων. Σε σύντομο διάστημα ανακλήθηκε εκ νέου χωρίς να έχει σημειώσει κάποια μεγάλη επιτυχία. Μια επιδημία πανώλης, που ξέσπασε το επόμενο έτος, καταπόνησε και τους δύο αντιπάλους αλλά οι περσικές επιδρομές συνεχίστηκαν, κυρίως στις περιοχές της Έδεσσας και της Θεοδοσιούπολης (σημερινή Ερζερούμ της ανατολικής Τουρκίας). Η καλύτερα οργανωμένη αντεπίθεση των Ρωμαίων κατά τα επόμενα χρόνια όπως και η σθεναρή αντίσταση της Έδεσσας στην επίμονη πολιορκία των Περσών, οδήγησαν σε συμφωνία πενταετούς ανακωχής (545). Καθώς όμως οι όροι της ανακωχής δεν διευθετούσαν την κατάσταση της Λαζικής, ο πόλεμος ουσιαστικά μεταφέρθηκε στη χώρα αυτή. Ωστόσο οι μακροχρόνιες εχθροπραξίες είχαν εξουθενώσει τις δύο αυτοκρατορίες. Επιπλέον, ο Χοσρόης αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα στο βασίλειό του. Το 551 και το 557 ανανεώθηκε η πενταετής ανακωχή του 545 και το 562 υπεγράφη 50ετής συνθήκη ειρήνης, που σε γενικές γραμμές τηρήθηκε και από τα δύο μέρη.


Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ορθόδοξο Αυτοκράτορα. Η βασιλεία του θεωρείται ότι σημάδεψε το ζενίθ της αυτοκρατορικής κυριαρχίας επί της Εκκλησίας[5]. Η εξουσία του επεκτεινόταν και πάνω στην ιεροσύνη. Διαχώριζε μεν imperium και sacerdotium, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να υποκύπτει στον πειρασμό να νομοθετεί πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα. Έλαβε μέτρα για την ενεργό επιβολή του χαλκηδονιανού Χριστιανισμού (Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος) σε όλη την επικράτειά του. Έτσι, από νωρίς (το 529), έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών, και έκλεισε την περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος. Περιόρισε με νομοθετικά μέτρα τα δικαιώματα των Εβραίων, και συνέτριψε με σκληρότητα την εξέγερση των Σαμαριτών. Ακόμα καταδίωξε τους μανιχαϊστές, οι οποίοι, λόγω της συσχέτισής τους με την εχθρική Σασσανιδική Περσία, υπέφεραν ιδιαίτερα.

Η αντιμετώπιση της πιο μεγάλης και επικίνδυνης αίρεσης, του Μονοφυσιτισμού, ποίκιλλε. Η επιρροή της Θεοδώρας, που υποστήριζε τον Μονοφυσιτισμό και παρείχε προστασία σε σημαίνοντες εκπροσώπους του, μετρίασε την στάση του κατά το πρώτο μισό της βασιλείας του. Το 535 της επέτρεψε να διορίσει Πατριάρχη τον Άνθιμο, ο οποίος αμέσως συνδέθηκε με τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας κατήγγειλε το γεγονός στον Πάπα Αγαπητό, ο οποίος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και έπεισε τον Ιουστινιανό να τον εκθρονίσει και να τον εξορίσει[6]. Μετά τον θάνατο της Θεοδώρας όμως, σε συνδυασμό με την έντονη πίεση της δυτικής εκκλησίας και την έντονη ενασχόλησή του με την θρησκεία προς το τέλος της ζωής του, η κρατική καταπίεση εντάθηκε. Η αυταρχική του πολιτική και η τάση του να ελέγχει πλήρως την Εκκλησία, φάνηκαν τόσο στην συμπεριφορά του απέναντι στον Πάπα Βιγίλιο, τον οποίο διαπόμπευσε δημοσίως, όσο και κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε το 553 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτούργησε υπό το καθεστώς της κυριαρχίας των απόψεών του, δια της συνηθισμένης οδού της επιλεκτικής αποδοχής των συμμετεχόντων.

Η ιεραποστολική του δραστηριότητα ήταν εξίσου έντονη, και απέστειλε ιερείς για να προσηλυτίσουν τους λαούς πέριξ της Αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας να εκχριστιανίσει την Νουβία, τους Έρουλους και τους Αβασγούς. Η εισβολή των Κουτρίγουρων το 559, που έφτασε μέχρι έξω από την πρωτεύουσα, αντιμετωπίζεται από το Βελισάριο με επιτυχία. Ο στρατηγός θα βρεθεί ξανά σε δυσμένεια το 562, στερούμενος τόσο τη δόξα που του άρμοζε, όσο και τη θέση του στην ρωμαϊκή ιεραρχία, αλλά αποκαταστάθηκε σύντομα.


Οικονομία και διοίκηση

Χρυσό νόμισμα του Ιουστινιανού Α' (527-565), που ανασκάφηκε στην Ινδία πιθανώς στα νότια, είναι ένα παράδειγμα του Ινδο-ρωμαϊκού εμπορίου κατά τη διάρκεια της περιόδου.
Όπως συνέβαινε και με τους προκατόχους του Ιουστινιανού, η οικονομική υγεία της αυτοκρατορίας στηριζόταν κυρίως στη γεωργία. Επιπλέον, το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων άνθισε, φτάνοντας ως το μακρινό Βορρά μέχρι την Κορνουάλη, όπου ο κασσίτερος ανταλλάχθηκε με ρωμαϊκό σιτάρι. Στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, μεγάλες συνοδείες που έπλεαν από την Αλεξάνδρεια προς την Κωνσταντινούπολη με το σιτάρι και τα δημητριακά. Ο Ιουστινιανός με μια αποτελεσματική κίνηση ήταν η οικοδόμηση μιας μεγάλης σιταποθήκης στο νησί της Τενέδου για αποθήκευση και περαιτέρω μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε επίσης να βρει νέες διαδρομές για το ανατολικό εμπόριο, το οποίο υπέφερε τα πάνδεινα, λόγω των πολέμων με τους Πέρσες.

Ένα σημαντικό προϊόν πολυτελείας ήταν το μετάξι, το οποίο είχε εισαχθεί και στη συνέχεια μεταποιούνταν στην Αυτοκρατορία. Προκειμένου να προστατευθεί η παραγωγή του μεταξιού, ο Ιουστινιανός χορήγησε το μονοπώλιο στα αυτοκρατορικά εργοστάσια το 541. Προκειμένου να παρακάμψει το περσικό εμπάργκο, ο Ιουστινιανός δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τους Αβησσυνίους, τους οποίους ήθελε να ενεργούν ως διαμεσολαβητές του εμπορίου με τη μεταφορά Ινδικού μεταξιού στην αυτοκρατορία. Οι Αβησσύνιοι, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τους Πέρσες εμπόρους στην Ινδία. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 550, δύο μοναχοί κατάφεραν να κλέψουν μέσα στα μπαστούνια τους, αυγά μεταξοσκώληκα από την Κεντρική Ασία πίσω στην Κωνσταντινούπολη, και το μετάξι έγινε μονοπώλιο των ανακτόρων.

Κατά την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α' είχε κληρονομήσει ένα πλεόνασμα 28.800.000 σόλιδων (£400.000 χρυσού) στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο από των Αναστάσιο Α' και Ιουστίνο Α'. Σύμφωνα με τους κανόνες του Ιουστινιανού, ελήφθησαν μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς στις επαρχίες και να συλλέγεται πιο αποτελεσματικά οι φορολογία. Μεγαλύτερη διοικητική εξουσία δόθηκε τόσο στους ηγέτες των νομών και των επαρχιών, ενώ η εξουσία που είχε ληφθεί μακριά από τις αντιπροσωπείες των μητροπόλεων, ένας αριθμός των οποίων καταργήθηκαν. Η γενική τάση ήταν προς την απλοποίηση της διοικητικής υποδομής. Σύμφωνα με τον Brown(1971), η αυξημένη επαγγελματοποίηση της είσπραξης των φόρων έκανε πολλά για να καταστρέψει τις παραδοσιακές δομές της επαρχιακής ζωής, δεδομένου ότι αποδυνάμωσε την αυτονομία των δημοτικών συμβουλίων στης Ελληνικές πόλεις. Έχει υπολογιστεί ότι πριν την επανάκτηση (reconquista) του Ιουστινιανού Α' το κράτος είχε ετήσια έσοδα 5.000.000 σόλιδους το 530, αλλά μετά της κατάκτησης του, τα ετήσια έσοδα αυξήθηκαν σε 6.000.000 σόλιδους στο 550 μ.Χ.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι πόλεις και τα χωριά του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους ευημερούσαν, αν και οι Αντιόχεια χτυπήθηκε από δύο σεισμούς (526, 528) και αλώθηκε και εκκενώθηκε από τους Πέρσες (540). Ο Ιουστινιανός είχε ανακατασκευάσει την πόλη, αλλά σε μικρότερη κλίμακα.Παρ' όλα αυτά τα μέτρα, η αυτοκρατορία υπέστη αρκετές σημαντικές αποτυχίες κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Η πρώτη ήταν τα Ακραία καιρικά φαινόμενα των ετών 535-536 τα οποία ασθένησαν την αγροτική παράγωγη σε όλην την αυτοκρατορία με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών ανθρώπων, μετά χτύπησε η πανούκλα, (γνωστή και ως πανώλη του Ιουστινιανού) η οποία διήρκεσε από το 541 έως 543 και, κατά των Προκόπιο αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Μέχρι και το 40% της Κωνσταντινούπολης λέγεται ότι αποδεκατίστηκε, κατά συνέπεια δημιούργησε έλλειψη εργατικού δυναμικού και αύξηση των μισθών. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού, επίσης, οδήγησε σε σημαντική αύξηση του αριθμού των "βάρβαρων" στα βυζαντινά στρατεύματα, μετά τις αρχές της δεκαετίας του 540. Το παρατεταμένο πόλεμο στην Ιταλία και τους πολέμους με τους Πέρσες, ήταν ένα βαρύ φορτίο για τους πόρους της αυτοκρατορίας, και ο Ιουστινιανός είχε επικριθεί από πολλούς για τη σπατάλη του παλατιού και για την άσωτη ζωή που έκανε το αυτοκρατορικό ζεύγος.

Σύμφωνα με πληροφορίες Βυζαντινών συγγραφέων, εξαιτίας της τεράστιας ζήτησης που είχε το μετάξι από την ανατολή, και το εμπάργκο που έκαναν οι Πέρσες κατά των Βυζαντινο-Περσικών πόλεμων, ο Ιουστινιανός το 544 έστειλε στην Κίνα δύο μοναχούς, ειδικά για το μετάξι, το οποίο εκείνη την εποχή είχε διαδοθεί σε μεγάλο βαθμό το χρησιμοποιούσε η εκκλησία και η ευγενείς και ήταν πανάκριβο. Οι Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα και κατά τη διάρκεια των περιηγήσεων τους, παρακολούθησαν όλη τη διαδικασία εκτροφής του μεταξοσκώληκα και παραγωγής του μεταξιού και φεύγοντας έκρυψαν μέσα στα κούφια μπαστούνια τους αρκετό μεταξόσπορο, γιατί απαγορευόταν η εξαγωγή τους. Στο τέλος της περιοδείας τους το 544 μετέφεραν το μετάξι στην Κωνσταντινούπολη, και από τότε περιήλθε η σηροτροφία στο Βυζάντιο. Στα πρώτα χρόνια η βυζαντινή αυλή κρατούσε μυστικό τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού από τον υπόλοιπο λαό, που πίστευε ότι το μετάξι προερχόταν από κάποια φυτική ουσία. Αργότερα όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς. Και το Βυζάντιο ήταν ο μοναδικός εξαγωγέας του περίφημου μεταξιού του σε όλην την Ευρώπη για περίπου τρεις αιώνες.


Ο Ιουστινιανός κατάφερε να επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας μέχρι τις Ηράκλειες στήλες, επαναφέροντας τα σύνορα στα ίδια σχεδόν, της παλιάς Ρωμαϊκής. Στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο οι περιοχές επανέρχονται στη Δυτική Αυτοκρατορία και επιβάλλεται πλέον μια ένωση μέσω της κοινής χριστιανικής πίστης, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ο βυζαντινός στρατός σημειώνει νίκες στην Ιταλία, το νότιο τμήμα της Ισπανίας και την Αφρική, και οι Πέρσες σταματούν τις επιχειρήσεις τους κατά του Βυζαντίου, σεβόμενοι τις συνθήκες. Η επανάκτηση της Δυτικής Αυτοκρατορίας διήρκεσε 25 χρόνια, με συνεχείς εκστρατείες κατά των Περσών και κατασκευή εκτενούς αμυντικού συστήματος (ορατού ακόμα και σήμερα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου). Ωστόσο η περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού περιλαμβάνει και πλήθος άλλων σημαντικών εξελίξεων, όπως κωδικοποίηση των νόμων, ενίσχυση του εμπορίου, εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών και ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων με αποκορύφωμα την Αγία Σοφία.[7]

Η φιλόδοξη επέκταση του Βυζαντίου όμως, προκάλεσε αρκετές εσωτερικές διαμάχες με τον πληθυσμό να κάνει συχνές εξεγέρσεις, είτε λόγω των δυσβάσταχτων φόρων από τους μακροχρόνιους πολέμους, είτε λόγω θρησκευτικών διαφορών. Η συνεχής εξωτερική απειλή, από σχεδόν όλα τα μέτωπα, οδήγησε σε μια περίοδο πτώσης της Αυτοκρατορίας, που ήρθε αμέσως μετά τον θάνατο τον Ιουστινιανού. Χαρακτηριστικά, το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας κατελήφθη από τους Λομβαρδούς, μόλις 3 χρόνια από το θάνατό του. Ο Προκόπιος στο έργο του Απόκρυφη Ιστορία κατηγορεί τον ίδιο τον Ιουστινιανό αλλά κυρίως τη Θεοδώρα για αυτό.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

LOMBARDI ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΑΡΧΑΤΟ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑ. Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ



Μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού συνέβηκαν πολύ σπουδαία γεγονότα στη Βαλκανική χερσόνησο, τα οποία δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολύ καλά λόγω του ελλιπούς πληροφοριακού υλικού.Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού οι Σλάβοι, συχνά επιτίθεντο κατά των επαρχιών της Βαλκανικής χερσονήσου, εισχωρώντας στον νότο και απειλώντας ακόμα και τη Θεσσαλονίκη. Οι εισβολές αυτές συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού. Υπήρχαν τότε στις επαρχίες του Βυζαντίου αρκετοί Σλάβοι, οι οποίοι σιγά - σιγά κατέλαβαν τη χερσόνησο, υποβοηθούμενοι από τους Αβάρους, λαό τουρκικής προέλευσης, που ζούσε την εποχή αυτή στην Παννονία. Οι Σλάβοι και οι Άβαροι απείλησαν την πρωτεύουσα, τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και το Αιγαίο και εισχώρησαν στην Ελλάδα, μέχρι την Πελοπόννησο. Η φήμη των εισβολών αυτών έφτασε στην Αίγυπτο όπου ο Ιωάννης, επίσκοπος Νικίου, έγραφε, τον 7ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φωκά: «Αναφέρεται ότι οι βασιλείς της εποχής αυτής, με τη βοήθεια των βαρβάρων, των ξένων εθνών και των Ιλλυριών, λεηλάτησαν τις πόλεις των Χριστιανών αιχμαλωτίζοντας τους πληθυσμούς τους και ότι δε σώθηκε καμιά πόλη, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, της οποίας τα τείχη ήταν πολύ ισχυρά και που έμεινε με τη βοήθεια του Θεού ελεύθερη». Ένας Γερμανός επιστήμονας (Φαλμεράγιερ) του 19ου αιώνα, ανέπτυξε τη θεωρία ότι στα τέλη του 6ου αιώνα οι Έλληνες καταστράφηκαν τελείως από τους Σλάβους.


Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, η επίμονη κίνηση των Σλάβων και Αβάρων, που ο στρατός του Βυζαντίου δεν μπορούσε να αναχαιτίσει, δημιούργησε μια βαθιά εθνογραφική αλλαγή στη χερσόνησο, η οποία κατοικήθηκε σε μεγάλη έκταση από Σλάβους αποίκους. Οι συγγραφείς της περιόδου αυτής γνώριζαν πολύ λίγο τις βόρειες φυλές γενικά και δεν ξεχώριζαν τους Σλάβους από τους Αβάρους, επειδή έπλητταν την αυτοκρατορία από κοινού. Μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού, η Ιταλία υποστηριζόταν ανεπαρκώς κατά των επιθέσεων των εχθρών, πράγμα που εξηγεί τη γρήγορη και εύκολη κατάκτησή της από μια νέα γερμανική φυλή, τους Λογγοβάρδους (Lombardi ), οι οποίοι παρουσιάστηκαν λίγα μόνο χρόνια, αφού ο Ιουστινιανός κατέστρεψε το βασίλειο των Οστρογότθων.
Στα μέσα του 6ου αιώνα οι Lombardi, ενωμένοι με τους Αβάρους, κατέστρεψαν το βασίλειο της βάρβαρης φυλής των Γέπιδων, που ήταν στον μέσο Δούναβη. Αργότερα, φοβούμενοι τους συμμάχους τους, κινήθηκαν από την Παννονία προς την Ιταλία, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, υπό την αρχηγία του βασιλιά τους (Konung). Αποτελούνταν από διάφορες φυλές, ανάμεσά τους και Σάξονες.

Ο στρατηγός του Ιουστινιανού και διοικητής της Ιταλίας Ναρσής, είναι εκείνος που προσκάλεσε τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία. Το 568 οι Λογγοβάρδοι μπήκαν στη βόρεια Ιταλία. Άγριοι και βάρβαροι, όπως ήταν, λεηλάτησαν όλες τις περιοχές απ' όπου πέρασαν και σύντομα κατέλαβαν τη Βόρεια Ιταλία, η οποία έκτοτε διατήρησε την ονομασία της Λομβαρδίας. Ο διοικητής της Ιταλίας, μη έχοντας τα μέσα να αντισταθεί, έμεινε κλεισμένος στη Ραβέννα, την οποία προσπέρασαν οι βάρβαροι καθώς προχωρούσαν προς τα νότια. Οι μεγάλες τους ορδές απλώθηκαν σχεδόν σ’ όλη την ιταλική χερσόνησο, υποδουλώνοντας με μεγάλη ευκολία όλες τις απροστάτευτες πόλεις. Έφτασαν στη Ν. Ιταλία και γρήγορα κατέλαβαν το Βενεβέντο. Αν και δεν κατέλαβαν τη Ρώμη, κύκλωσαν ωστόσο την επαρχία της Ρώμης από τρία μέρη: από τον βορρά, την ανατολή και το νότο. Απέκοψαν κάθε επαφή της με τη Ραβέννα έτσι ώστε η Ρώμη να μην μπορεί να περιμένει βοήθεια, επειδή ήταν ακόμα πιο δύσκολο να σταλεί βοήθεια από τους απομακρυσμένους ηγέτες της Κωνσταντινούπολης.




Οι Λογγοβάρδοι γρήγορα ίδρυσαν στην Ιταλία ένα μεγάλο γερμανόφωνο βασίλειο. Ο Τιβέριος και ακόμα πιο έντονα ο Μαυρίκιος προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια συμμαχία με τον Φράγκο βασιλιά Childebert II (570-595), ελπίζοντας να τον πείσουν να χτυπήσει τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία, αλλά η προσπάθειά τους απέτυχε. Απεστάλησαν πολλές πρεσβείες και από τις δύο πλευρές και ο φράγκος βασιλιάς έστειλε πολλές φορές στρατό στην Ιταλία, όχι για να βοηθήσει τον Μαυρίκιο, αλλά μάλλον για ν' αποκτήσει και πάλι, για τον εαυτό του, τις παλιές κτήσεις των Φράγκων. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 150 χρόνια προτού οι βασιλείς των Φράγκων κατορθώσουν να καταστρέψουν, ύστερα από έκκληση του Πάπα όμως και όχι του αυτοκράτορα, την κυριαρχία των Λογγοβάρδων στην Ιταλία. Η Ρώμη, εγκαταλελειμμένη στην τύχη της, αφού απέκρουσε περισσότερες από μια πολιορκίες των Λογγοβάρδων, βρήκε τον υπερασπιστή της στο πρόσωπο του Πάπα, ο οποίος ήταν αναγκασμένος όχι μόνο να φροντίζει για την πνευματική ζωή του ποιμνίου του, αλλά και να οργανώνει την άμυνα της πόλης εναντίον των Λογγοβάρδων. Την εποχή αυτή, στα τέλη του 6ου αιώνα, η Ρωμαϊκή εκκλησία παρουσίασε έναν από τους πιο αξιόλογους ηγέτες της, τον Πάπα Γρηγόριο Α', ο οποίος διετέλεσε αρχικά παπικός αποκρισάρης ή νούντσιος στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε περίπου 6 χρόνια δίχως να κατορθώσει να μάθει ούτε τα βασικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας. Παρά τη δυσκολία του αυτή όμως, ήξερε πολύ καλά τη ζωή και την τακτική της Κωνσταντινούπολης.

Οι επιτυχίες των Λογγοβάρδων στην Ιταλία δείχνουν καθαρά την αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού, στη Δύση, όπου η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να διατηρεί αρκετές δυνάμεις για να συγκρατεί το βασίλειο των Οστρογότθων που κατέκτησε. Θεμελίωσαν επίσης τη βαθμιαία απομάκρυνση της Ιταλίας από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και προετοίμασαν το έδαφος για την επικράτηση του Παπικού Κράτους των επόμενων αιώνων.


Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

IL RESORGIMENTO: Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΗ


ΠΩΣ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΜΑΣ:


Το γαλλικό 1848 είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, το χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο εθνικός χαρακτήρας. Η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής, η Αυστροουγγαρία, είδε τους φοιτητές και τους εργάτες να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βιέννης και να ζητούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος-Φερδινάνδος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Μέτερνιχ -η επιρροή του οποίου είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο- και να υποσχεθεί στο λαό σύνταγμα, ελευθερία του τύπου και του συνέρχεσθαι καθώς και πολιτοφυλακή αστών. Τα μέτρα του αρχιδούκα δεν θα ικανοποιήσουν τους εξεγερμένους, στους οποίους έχουν τώρα προστεθεί και οι μειονότητες της αυτοκρατορίας με πρωτοστατούσα αυτή των Ούγγρων. Τα οδοφράγματα δεν θα αργήσουν τελικά να εξωθήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο σε παραίτηση και να οδηγήσουν στη σύγκληση Κοινοβουλίου. Κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Ούγγροι, που κερδίζουν την ανεξαρτησία τους σταδιακά και συγκροτούν μια νέα χώρα με δικό της σύνταγμα, αυτοδιοίκηση και νόμισμα. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να διδάχτηκαν πολλά από την πρόσφατη περιπέτειά τους: φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αρνούνται την ελευθερία στα εκατομμύρια των Σλάβων που ζουν στην ουγγρική επικράτεια. Οι Σλάβοι (Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι) θα ξεσηκωθούν και θα πετύχουν να τους παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση, ενώ θα καταφέρουν να πιέσουν τις καταστάσεις και μέσα στο αυστριακό κοινοβούλιο, στο οποίο, των Ούγγρων απόντων, διαθέτουν την πλειοψηφία. Μέσα σε λίγους μήνες, η κραταιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία δείχνει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, δεδομένου ότι τα εκατομμύρια των Σλάβων ήδη στρέφουν τα βλέμματά τους προς τη Ρωσία.



Ο κυρίαρχος ρόλος των εθνικών ιδεών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα εκφράστηκε με τον πιο χαρακτηριστικό, ίσως, τρόπο στις διαδικασίες ενοποίησης της Ιταλίας και της Γερμανίας, καθώς και στην ίδρυση νέων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια. Το πρώτο, χρονικά, εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα ήταν η Ελλάδα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ιδίως μετά τα μέσα του, διατυπώθηκαν εθνικές διεκδικήσεις και από άλλους βαλκανικούς λαούς. Κύριο ρόλο σε αυτό έπαιξε η όλο και μεγαλύτερη οικονομική και πολιτισμική σύνδεση των Βαλκανίων με τη δυτική Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων αστικών στρωμάτων, τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού και τη διαμόρφωση των εθνικών συνειδήσεων. Συνέβαλαν, επίσης, τα εσωτερικά προβλήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι ανταγωνισμοί των ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην περιοχή και η γενικότερη ανάδυση των εθνικών ιδεών στον ευρωπαϊκό χώρο.Οι Σέρβοι είχαν, και λόγω της θέσης της χώρας τους, στενή επαφή με τη Δύση. Στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν ακόμη από τους Έλληνες, οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον Μίλος Ομπρένοβιτς, εξεγέρθηκαν εναντίον του σουλτάνου και εξασφάλισαν περιορισμένη αυτονομία (1812-1815). Στα χρόνια που ακολούθησαν, το σερβικό κράτος, υπό διάφορους ηγεμόνες, οργανώθηκε, απέκτησε σύνταγμα, διοικητικούς θεσμούς και εκπαιδευτικό σύστημα. Τελικά, η σερβική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε από το συνέδριο του Βερολίνου (1878). Οι Βούλγαροι επιδίωξαν την εθνική τους ανεξαρτησία στρεφόμενοι, ταυτοχρόνως, εναντίον τόσο της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας όσο και της ελληνικής πνευματικής ηγεμονίας, που θεωρούσαν ότι ασκούνταν μέσω του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ελεγχόταν από Έλληνες.Μετά από πολύχρονες προσπάθειες πέτυχαν, το 1870, την αναγνώριση από την οθωμανική διοίκηση της αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας, της Εξαρχίας. Μάλιστα, προβλεπόταν ότι, αν τα δύο τρίτα των ορθόδοξων κατοίκων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας επιθυμούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία, τότε η περιφέρεια εντασσόταν σ’ αυτή και όχι στο Πατριαρχείο. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν αναγνωρίστηκαν από το Πατριαρχείο και προκάλεσαν ένταση στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Παράλληλα, οι Βούλγαροι στήριξαν πολλές ελπίδες στη Ρωσία. Πράγματι, μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1877-1878 η νικήτρια Ρωσία επιχείρησε να δημιουργήσει μια Μεγάλη Βουλγαρία (συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 1878). Οι αντιδράσεις, ωστόσο, της Αγγλίας και της Γερμανίας οδήγησαν στη δημιουργία ενός εδαφικά περιορισμένου αυτόνομου βουλγαρικού κράτους (συνέδριο του Βερολίνου, 1878). Η Βουλγαρία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1908.Οι Ρουμάνοι κατοικούσαν στις βόρειες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μολδαβία, Βλαχία) και διεκδικούσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, την εθνική τους ανεξαρτησία. Σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε το ότι, στα 1858-1859, οι δύο ηγεμονίες απέκτησαν κοινούς νόμους και ένοπλες δυνάμεις και εξέλεξαν τον ίδιο ηγεμόνα, τον Αλέξανδρο Κούζα. Αργότερα, ο Κούζα ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κάρολο Α‘, ο οποίος συμμάχησε με τη Ρωσία και κήρυξε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, που αναγνωρίστηκε επίσημα από το συνέδριο του Βερολίνου (1878).Τέλος, οι Μαυροβούνιοι ίδρυσαν και αυτοί ανεξάρτητο κράτος το 1878, με βάση τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου.



Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.Το 1815 ιδρύθηκε, με τη μορφή χαλαρής ένωσης, η Γερμανική Συνομοσπονδία (βλέπε χάρτη στην επόμενη σελίδα). Ακολούθησε, το 1834, με πρωτοβουλία της Πρωσίας, η γερμανική τελωνειακή ένωση, που ενοποίησε οικονομικά ένα μεγάλο τμήμα του γερμανικού χώρου, αποκλείοντας, ωστόσο, την Αυστρία, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Πρωσίας. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια ισχυρή οικονομική βάση στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ενοποίηση. Η ανάδειξη του Όττο φον Μπίσμαρκ ως καγκελάριου (πρωθυπουργού) της Πρωσίας επιτάχυνε τις εξελίξεις. Θέτοντας ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας τη γερμανική ενοποίηση υπό πρωσική ηγεμονία, ο Μπίσμαρκ επιδίωξε τη σύγκρουση με την Αυστρία. Πράγματι, το 1866 τα πρωσικά στρατεύματα συνέτριψαν τους Αυστριακούς. Τότε ιδρύθηκε η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, στην οποία δέσποζε η Πρωσία. Τα ανεξάρτητα γερμανικά κρατίδια συμφώνησαν ότι, σε περίπτωση πολέμου, οι στρατοί τους θα διοικούνταν από τον βασιλιά της Πρωσίας. Εκτιμώντας ότι ένας πόλεμος στον οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι Γερμανοί θα σφυρηλατούσε την εθνική τους ενότητα, ο Μπίσμαρκ προκάλεσε σύγκρουση με τη Γαλλία (1870). Στις αρχές του 1871 και ενώ οι γερμανικές δυνάμεις πολιορκούσαν το Παρίσι, οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακήρυξαν αυτοκράτορα της Γερμανίας τον βασιλιά της Πρωσίας, γεγονός που σήμανε τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους και επισφραγίστηκε με την επικράτηση επί της Γαλλίας.


Η ενοποίηση της Ιταλίας (1861-1870) Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, στην ιταλική χερσόνησο υπήρχαν πολλά διαφορετικά κράτη. Από αυτά, το μοναδικό στο οποίο βασίλευε Ιταλός μονάρχης ήταν το βασίλειο του Πεδεμοντίου (σημερινή ΒΔ Ιταλία) και της Σαρδηνίας. Σε αυτό βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και η προσπάθεια ενοποίησης. Ένα δεύτερο ρεύμα, φιλελεύθερης έμπνευσης, έχει ως εισηγητές τον Μάσιμο ντ’ Ατζέλιο και μια μικρή ομάδα συγκεντρωμένη γύρω από την εφημερίδα Il Risorgimento, που ιδρύθηκε από τον Καβούρ στο Τορίνο το 1847. Ανταποκρίνεται στις επιθυμίες της βιομηχανικής και εμπορικής αστικής τάξης του βορρά και βλέπει σε μια Ιταλία ενωμένη υπό συνταγματική μοναρχία το μέσο για την ικανοποίηση τόσο των πατριωτικών αισθημάτων όσο και των οικονομικών συμφερόντων της. Τέλος, ένα ρεύμα δημοκρατικών ενσαρκώνεται στο ιδεολογικό και «ρομαντικό» σχέδιο του Ματσίνι και των νέων επαναστατών που συσπειρώνονται στους κόλπους του κινήματος «Νέα Ιταλία». Βρίσκουν αρκετά μεγάλο ακροατήριο στους κύκλους της μικρής και της μεσαίας αστικής τάξης –που θα προσφέρουν τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ιταλικής επανάστασης [...]– και ζητούν τη δημιουργία μιας ενιαίας δημοκρατίας, στηριγμένης στον «λαό», για τον οποίο έχουν μια πολύ εξιδανικευμένη εικόνα. Πρωτεργάτες υπήρξαν ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’ και ο μετριοπαθής φιλελεύθερος πρωθυπουργός Καμίλο Καβούρ. Παράλληλα, ο πολιτικός Τζουζέπε Ματσίνι ίδρυσε το κίνημα Νέα Ιταλία με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου και δημοκρατικού ιταλικού κράτους. Στα 1859-1860 το Πεδεμόντιο απέσπασε από την Αυστρία περιοχές της βόρειας Ιταλίας, ενώ ο Ιταλός επαναστάτης Τζουζέπε Γκαριμπάλντι κήρυξε την επανάσταση στη νότια Ιταλία και την ένωση αυτών των περιοχών με το Πεδεμόντιο. Έτσι, το 1861 σχηματίστηκε το ενιαίο βασίλειο της Ιταλίας, που ως το 1870 είχε λάβει την εδαφική μορφή που έχει σήμερα η Ιταλία.



Ενώ η Γαλλία και η Αυστρία αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις και μεγάλα βασίλεια, η ιταλική χερσόνησος είναι διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Στο βορρά δεσπόζει το Πεδεμόντιο το οποίο με κέντρο το βιομηχανικό Τορίνο αποτελεί τον πυρήνα του ξεσπάσματος ενός κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως «Ριζορτζιμέντο»: τη Μεγάλη Ιδέα της χώρας. Πλην του Πιεμόντε, όλη σχεδόν η βόρεια Ιταλία τελεί υπό αυστριακή κατάληψη. Στο κέντρο, υπάρχει το παπικό κράτος όπου δεσπόζει η μορφή του πάπα Πίου Η΄, ο οποίος με τα κηρύγματά του επηρεάζει του γείτονες ευγενείς της Εμίλια και της Ρομάνια, των κρατιδίων κατά μήκος του Πάδου. Ανάμεσα σε αυτούς κυριαρχεί το Δουκάτο της Τοσκάνης με κέντρο τη Φλωρεντία, έρμαιο ανάμεσα στις διαθέσεις του πάπα και των Γάλλων βασιλιάδων. Τέλος, στο νότο, υπάρχει το μεγάλο Βασίλειο της Νάπολης, το οποίο άγεται και φέρεται πότε από Γάλλους και πότε από Ισπανούς. Βορράς και Νότος θα δώσουν το έναυσμα: σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο και στη Νάπολη. Οι Πιεμοντέζοι ζητούν αυτονομία για όλο το Βορρά και ενοποίηση της Ιταλίας εκδιώκοντας προσωρινά τον αυστριακό στρατό. Δημιουργείται η βραχύβια «Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου» με κέντρο τη Βενετία, ενώ αντιαυστριακές φωνές ακούγονται πλέον και στα Επτάνησα. Ο Μέτερνιχ θα προσπαθήσει να αντιδράσει αλλά θα τον προλάβουν οι εξελίξεις, οι οποίες πλέον καλπάζουν: ο βασιλιάς της Νάπολης θα παραχωρήσει Σύνταγμα «αλά 1789» για να γλυτώσει την εκθρόνιση, ο πάπας και ο δούκας της Τοσκάνης τον ακολουθούν παρασύροντας έτσι και τον Αλβέρτο του Πεδεμοντίου. Ο τελευταίος ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με την Αυστρία έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα οδοφράγματα στην πρωτεύουσά του. Το χάος συνεχίζεται αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας.





Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΑΙΩΝΑ (ένα μάθημα νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας για τις επόμενες τάξεις του Λυκείου)

Η κινητοποίηση στη Γαλλία του 1848 είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, το χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο εθνικός χαρακτήρας. Η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής, η Αυστροουγγαρία, είδε τους φοιτητές και τους εργάτες να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βιέννης και να ζητούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος-Φερδινάνδος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Μέτερνιχ -η επιρροή του οποίου είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο- και να υποσχεθεί στο λαό σύνταγμα, ελευθερία του τύπου και του συνέρχεσθαι καθώς και πολιτοφυλακή αστών. Τα μέτρα του αρχιδούκα δεν θα ικανοποιήσουν τους εξεγερμένους, στους οποίους έχουν τώρα προστεθεί και οι μειονότητες της αυτοκρατορίας με πρωτοστατούσα αυτή των Ούγγρων. Τα οδοφράγματα δεν θα αργήσουν τελικά να εξωθήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο σε παραίτηση και να οδηγήσουν στη σύγκλιση Κοινοβουλίου. Κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Ούγγροι που κερδίζουν την ανεξαρτησία τους σταδιακά και συγκροτούν μια νέα χώρα με δικό της σύνταγμα, αυτοδιοίκηση και νόμισμα. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να διδάχτηκαν πολλά από την πρόσφατη περιπέτειά τους: φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αρνούνται την ελευθερία στα εκατομμύρια των Σλάβων που ζουν στην ουγγρική επικράτεια. Οι Σλάβοι (Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι) θα ξεσηκωθούν και θα πετύχουν να τους παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση, ενώ θα καταφέρουν να πιέσουν τις καταστάσεις και μέσα στο αυστριακό κοινοβούλιο, στο οποίο, των Ούγγρων απόντων, διαθέτουν την πλειοψηφία. Μέσα σε λίγους μήνες, η κραταιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία δείχνει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, δεδομένου ότι τα εκατομμύρια των Σλάβων ήδη στρέφουν τα βλέμματά τους προς τη Ρωσία.

Το επαναστατικό πνεύμα επηρεάζει σαφώς και την Ιταλία. Ενώ η Γαλλία και η Αυστρία αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις και μεγάλα βασίλεια, η ιταλική χερσόνησος είναι διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Στο βορρά δεσπόζει το Πεδεμόντιο το οποίο με κέντρο το βιομηχανικό Τορίνο αποτελεί τον πυρήνα του ξεσπάσματος ενός κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως «Ριζορτζιμέντο»: τη Μεγάλη Ιδέα της χώρας. Πλην του Πιεμόντε, όλη σχεδόν η βόρεια Ιταλία τελεί υπό αυστριακή κατάληψη. Στο κέντρο, υπάρχει το παπικό κράτος όπου δεσπόζει η μορφή του πάπα Πίου Η΄, ο οποίος με τα κηρύγματά του επηρεάζει του γείτονες ευγενείς της Εμίλια και της Ρομάνια, των κρατιδίων κατά μήκος του Πάδου. Ανάμεσα σε αυτούς κυριαρχεί το Δουκάτο της Τοσκάνης με κέντρο τη Φλωρεντία, έρμαιο ανάμεσα στις διαθέσεις του πάπα και των Γάλλων βασιλιάδων. Τέλος, στο νότο, υπάρχει το μεγάλο Βασίλειο της Νάπολης, το οποίο άγεται και φέρεται πότε από Γάλλους και πότε από Ισπανούς. Βορράς και Νότος θα δώσουν το έναυσμα: σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο και στη Νάπολη. Οι Πιεμοντέζοι ζητούν αυτονομία για όλο το Βορρά και ενοποίηση της Ιταλίας εκδιώκοντας προσωρινά τον αυστριακό στρατό. Δημιουργείται η βραχύβια «Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου» με κέντρο τη Βενετία, ενώ αντιαυστριακές φωνές ακούγονται πλέον και στα Επτάνησα. Ο Μέτερνιχ θα προσπαθήσει να αντιδράσει αλλά θα τον προλάβουν οι εξελίξεις, οι οποίες πλέον καλπάζουν: ο βασιλιάς της Νάπολης θα παραχωρήσει Σύνταγμα «αλά 1789» για να γλυτώσει την εκθρόνιση, ο πάπας και ο δούκας της Τοσκάνης τον ακολουθούν παρασύροντας έτσι και τον Αλβέρτο του Πεδεμοντίου. Ο τελευταίος ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με την Αυστρία έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα οδοφράγματα στην πρωτεύουσά του. Το χάος συνεχίζεται αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας.

Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.




ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ (ένα μάθημα κατανόησης της νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας λίγο πριν τους παγκοσμίους πολέμους)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 του αυστροουγγρικού συντάγματος: «Όλες οι φυλές της αυτοκρατορίας έχουν ίσα δικαιώματα και κάθε φυλή έχει ένα απαραβίαστο δικαίωμα στη διατήρηση και χρήση της δικής της εθνικότητας και γλώσσας. Η ισότητα όλων των εθιμικών γλωσσών (landesübliche Sprache) στο σχολείο, το γραφείο και τη δημόσια ζωή, αναγνωρίζεται από το κράτος. Στα εδάφη όπου διάφορες φυλές είναι αναμεμειγμένες, οι δημόσιοι και μορφωτικοί θεσμοί θα κανονίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς να είναι απαραίτητη η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας της χώρας (Landessprache), κάθε μία από τις φυλές να απολαμβάνει των απαραίτητων μέσων για μόρφωση στη δική της γλώσσα.»
Η εφαρμογή αυτού του κανόνα οδήγησε σε αρκετές διαμάχες, καθώς όλα εξαρτώνταν από το ποια είναι η εθιμική ή landesüblich γλώσσα σε κάθε περιοχή. Οι Γερμανοί, η παραδοσιακή γραφειοκρατική, κεφαλαιοκρατική και πολιτισμική ελίτ, απαιτούσαν την αναγνώριση των γερμανικών ως εθιμικής γλώσσας σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Ενώ τα ιταλικά θεωρούνταν μια παλιά, πολιτισμική γλώσσα (Kultursprache) από τους γερμανόφωνους διανοούμενους και πάντα της αναγνωρίζονταν ίσα δικαιώματα ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν τις σλαβικές γλώσσες ως ισότιμες των γερμανικών. Ο ίδιος ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε πλήρη επίγνωση του ότι κυβερνούσε μία πολυεθνική αυτοκρατορία και μιλούσε γερμανικά, ουγγρικά, τσεχικά, πολωνικά και ιταλικά.

Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκε η χειραφέτηση πολλών γλωσσών τουλάχιστον στο τμήμα της Αυτοκρατορίας που ήταν γνωστό ως Κισλεϊθανία (Cisleithania, οι «εντεύθεν του ποταμού Λάιτα χώρες», δηλαδή το «αυστριακό» τμήμα της Αυτοκρατορίας). Με μια σειρά νόμων από το 1867 και μετά, η κροατική γλώσσα αναγνωρίστηκε ως ισότιμη των ιταλικών στη Δαλματία. Από το 1882 οι Σλοβένοι είχαν την πλειοψηφία στη δίαιτα της Καρνιόλας και στην πρωτεύουσα Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα), και αντικατέστησαν τα γερμανικά με τα σλοβενικά ως επίσημη γλώσσα. Τα πολωνικά αντικατέστησαν τα γερμανικά το 1869 στη Γαλικία ως γλώσσα της κυβέρνησης. Οι ίδιοι οι Πολωνοί μεροληπτούσαν σε βάρος της ουκρανικής μειονότητας και τα ουκρανικά δεν έγιναν ποτέ επίσημη γλώσσα. Οι πιο έντονες γλωσσικές διαμάχες έλαβαν χώρα στη Βοημία και Μοραβία, όπου οι Τσέχοι ήθελαν να καθιερώσουν τη γλώσσα τους ακόμα και στις γερμανόφωνες περιοχές της «Σουδητίας» (γερμ.Sudetenland, η ονομασία είναι μεταγενέστερη). Οι γερμανόφωνοι έχασαν την πλειοψηφία στη βοημική δίαιτα το 1880 καθώς και στην Πράγα και το Πίλσεν (αν και κατάφεραν να διατηρήσουν την πλειοψηφία στο Μπρνο και βρέθηκαν στην πρωτοφανή για Γερμανούς θέση της μειονότητας. Έτσι, το Καρολιανό Πανεπιστήμιο της Πράγας χωρίστηκε το 1882 σε γερμανικό και τσεχικό τμήμα.

Συγχρόνως, οι Μαγυάροι αντιμετώπιζαν προκλήσεις από τους Ρουμάνους στην Τρανσυλβανία και στο ανατολικό Βανάτο, τους Σλοβάκους στη σημερινή Σλοβακία και τους Σέρβους και Κροάτες στη σημερινή Δαλματία και Κροατία, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, καθώς και στη Βοϊβοντίνα. Οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι επίσης επιθυμούσαν την ένωση με τους ομοεθνείς τους. Παρότι οι ηγέτες της Ουγγαρίας ήταν πιο απρόθυμοι από τους Αυστριακούς στο να μοιραστούν την εξουσία με τις μειονότητες, παραχώρησαν σημαντικό βαθμό αυτονομίας στο βασίλειο της Κροατίας το 1868.Τον Ιανουάριο του 1907, όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία στο σλοβακικό τμήμα της Ουγγαρίας αναγκάστηκαν να διδάσκουν στο εξής μόνο στα ουγγρικά, ενώ κάηκαν πολλά σλοβακικά βιβλία και εφημερίδες.

Η θέση των Εβραίων στο βασίλειο, που το 1914 ήταν περίπου δύο εκατομμύρια, ήταν ιδιόμορφη. Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, υπήρχαν αντισημιτικά κόμματα και κινήματα, αλλά η Βιέννη δεν πραγματοποίησε πογκρόμ ούτε εφάρμοσε κάποια επίσημη αντισημιτική πολιτική. Η πλειοψηφία των Εβραίων ζούσε στις αγροτικές περιοχές της Ουγγαρίας, της Βοημίας και της σημερινής νότιας Πολωνίας, παρότι υπήρχαν σημαντικές κοινότητες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα και άλλες μεγάλες πόλεις.

(στο μάθημα θα σχολιάσουμε τη σταδιακή διαμόρφωση του αντισημιτισμού στη γερμανική κουλτούρα)

Νίκος Ξένιος