ΡΩΜΗ

ΡΩΜΗ

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Από την επαρχία στα ανάκτορα


Πρώτα χρόνια και άνοδος του Ιουστινιανού στον θρόνο

Ο Πέτρος Σαββάτιος, ιλλυρικής ή θρακικής καταγωγής, ήταν ανιψιός του στρατηγού (και αργότερα αυτοκράτορα) Ιουστίνου Α΄. Με την άνοδο του θείου του στην εξουσία το 518 ονομάστηκε πατρίκιος. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος και ουσιαστικός αντιβασιλέας υιοθετημένος από τον θείο του, και το 527, λίγο πριν τον θάνατο του τελευταίου, ονομάστηκε συναυτοκράτωρ, παίρνοντας το όνομα Ιουστινιανός.

Ήταν εξαιρετικά ικανός αλλά και αυταρχικός κυβερνήτης, με βαθιά λατινική και κλασική μόρφωση. Η γυναίκα του Θεοδώρα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε τον καιρό της εξουσίας του θείου του μέσω των κοινών τους επαφών με τους Βένετους, ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα φιλόδοξη, ικανή, οξυδερκής και κυρίως πολύ όμορφη. Παρά την ταπεινή της καταγωγή, ο Ιουστίνος Α' τη δέχτηκε, όχι όμως και η γυναίκα του, η οποία δεν επέτρεψε το γάμο μέχρι το θάνατό της το 524. Ακόμα και αν το παρελθόν της Θεοδώρας ήταν όντως σκοτεινό, είναι σίγουρο ότι με το γάμο της με τον Ιουστινιανό μεταμορφώνεται σε ιδανική σύζυγο και Αυτοκράτειρα.


Τον Ιανουάριο του 532 ξέσπασαν σοβαρές ταραχές μετά την καταδίκη κάποιων Πράσινων και Βένετων σε θάνατο για επεισόδια στον Ιππόδρομο. Εκφράζοντας την αντιπάθειά τους στο πρόσωπο του απόμακρου αυτοκράτορά τους, που στα μάτια τους ήταν ο εισηγητής της σκληρής φορολογικής πολιτικής που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης, προκαλώντας καταστροφές και χρίζοντας αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α΄. Η κατάσταση ξέφευγε από το έλεγχο του Ιουστινιανού, ο οποίος την παραμονή της εγκατάλειψης του θρόνου προς διαφυγή, μεταπείθεται (κατά μία εκδοχή) από τη Θεοδώρα και παραμένει για μάχη μέχρις εσχάτων. Έτσι, υπό τις εντολές του Βελισάριου, του Μούνδου και του διοικητή της φρουράς στρατηγού Ναρσή, ο ρωμαϊκός στρατός σφαγιάζει στον Ιππόδρομο 30.000 περίπου στασιαστές και μη, δίνοντας τέλος στην περίφημη "Στάση του Νίκα", η οποία έλαβε το όνομά της από το σύνθημα των επαναστατών.


Η καταστροφή του ναού της Αγίας Σοφίας κατά τις ταραχές αποτελεί το έναυσμα για την ανάθεση από τον Ιουστινιανό της κατασκευής ενός νέου μεγαλοπρεπούς ναού. Έτσι, την ίδια χρονιά οι αρχιτέκτονες από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας Ανθέμιος και Ισίδωρος ξεκινούν τις εργασίες κατασκευής, που ολοκληρώνονται το 537, χρησιμοποιώντας πολύχρωμα μάρμαρα από την Ελλάδα (κυρίως από τις Κυκλάδες) και ψηφιδωτά από διάφορα μέρη της Ιταλίας και της Ελλάδας. Ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, έργο για το οποίο ο αυτοκράτορας δεν φείσθηκε χρημάτων ή εργασίας, αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία της αρχιτεκτονικής, με μέγεθος και μεγαλοπρέπεια που ως τις μέρες μας συγκινούν και προκαλούν δέος.

Οι λόγοι δημιουργίας του Ιουστινιάνειου Κώδικα

Εμπνευστής του έργου αυτού ήταν ο στενός συνεργάτης του Ιουστινιανού, Τριβωνιανός, ο οποίος και ανέλαβε τη σύνθεση αυτού του τολμηρού εγχειρήματος. Τον Απρίλιο του 529 ολοκληρώθηκε αυτή η προσπάθεια, η οποία κατέληξε στον Κώδικα του Ιουστινιανού ή Codex Iustinianus. Χωριζόταν σε δέκα βιβλία και αποτέλεσε πλέον τον αυθεντικό Κώδικα Νόμων της Αυτοκρατορίας.
Το έργο αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά μια συστηματοποίηση του υλικού παλαιότερων κωδίκων και νόμων, προσπαθώντας να αφαιρέσει τις αντιφάσεις που είχαν, χωρίς όμως τελικά να τις εξαλείψει πλήρως. Μετά από τρία χρόνια ο νέος Κώδικας δημοσιεύθηκε και ονομάστηκε Digestum ή Πανδέκτης και χρησιμοποιήθηκε αμέσως από τους νομικούς της αυτοκρατορίας. Το 534 έγινε νέα έκδοση, που της αποδόθηκε η ονομασία Νεαραί (Novellae) και αποτέλεσε συμπλήρωμα της αρχικής προσπάθειας. Αυτό συνέβη λόγω των νομικών μεταρρυθμίσεων του Ιουστινιανού. Οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του Ιουστινιανού (σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις, που ήταν γραμμένοι στα Λατινικά) γράφτηκαν στα Ελληνικά.

Η σπουδαιότητα του έργου, πέραν της μεγάλης απλοποίησης των νόμων του ρωμαϊκού δικαίου, έγκειται στο ότι ουσιαστικά αποτέλεσε μια εναρμόνιση των θεσμών Πολιτείας και Εκκλησίας. Μέσα στο έργο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή της πολιτικής θεολογίας της Εκκλησίας, αφού ουσιαστικά αποτέλεσε την καταστατική βάση της πολιτικής θεωρίας του Βυζαντίου, όπως αυτές κυρίως αποδόθηκαν στα διατάγματα της ΣΤ΄ Νεαράς. Στα κείμενα καθίσταται εμφανές πως η ορθή και προσήκουσα άσκηση της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει τον κοινό σεβασμό του θείου νόμου. Επίσης στις ίδιες διατάξεις εμφανίζονται πλήθος νόμων που εφαρμόζονταν στη ζωή της Εκκλησίας να εντάσσονται στους νόμους του κράτους, με ιδιαίτερη βάση στους κανόνες των Οικουμενικών συνόδων, οι οποίοι θα εφαρμόζονταν ως «τάξιν νόμων». Η καταστατική αυτή βάση σύγκλισης των δύο θεσμών, απέρρεε από την ένταξη του Χριστιανισμού στις θεμελιακές δομές της νέας ρωμαϊκής κοσμοθεώρησης και ο Ιουστινιανός κώδικας θα παρέμενε το κέντρο αυτής της σύγκλισης, σε όλη την βυζαντινή εποχή.

Σε πολιτειακό επίπεδο ο κώδικας αναδεικνύει τη θέση του αυτοκράτορα ως απόλυτου μονάρχη με απεριόριστη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία.


Στις 27 Δεκεμβρίου 537, δύο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα, εγκαινιάστηκε ο νέος ναός της Αγίας Σοφίας. Ο μεγαλοπρεπής ναός χτίστηκε μόλις μέσα σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες (οι ιστορίες της ανέγερσης στο μεταγενέστερο κείμενο "Διήγησις περὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας" είναι μυθοπλασίες, όπως και η δήθεν αναφώνηση του Ιουστινιανού: "Νενίκηκά σε Σολομών!"). Σήμερα, ο κάθε υποψιασμένος επισκέπτης της Αγίας Σοφίας διαπιστώνει ευθύς ότι ο ναός παραπέμπει στην παράδοση της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, σε βασιλικές και ναούς με τρούλο, όπως το Πάνθεον. Ωστόσο, εδώ η κλίμακα του έργου ξεπερνάει κάθε προηγούμενο: αποτελεί το μεγαλύτερο κτήριο στον ρωμαϊκό κόσμο και θα παραμείνει μέχρι το 16ο αιώνα, οπότε χτίστηκε ο νέος ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Αυτό που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης είναι, βέβαια, το ταλαιπωρημένο κέλυφος ενός ναού, κακοποιημένου από τις δοκιμασίες της ιστορίας, που όμως πάντα στέκεται όρθιος. Απλώς ας σημειωθεί ότι ο τρούλος κατέρρευσε αμέσως μετά, το 558, αλλά και μερικώς πολλές φορές στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, επισκευάστηκε από τους αυτοκράτορες.

Συνεπώς, σε ένα βαθμό η φαντασία είναι απαραίτητη για να συλλάβει κάποιος την αρχική λειτουργία του ναού και την εντύπωση που προκαλούσε. Κατ’ αρχάς το εσωτερικό του ναού ήταν πολύ πιο φωτεινό, καθώς η προσθήκη εξωτερικών αντηρίδων και άλλων κτηρίων, καθώς και η αλλαγή στη διάταξη των παραθύρων μετά την κατάρρευση του πρώτου τρούλου περιόρισαν τη φωτεινότητα του μνημείου. Δεν υπήρχαν ψηφιδωτές παραστάσεις, αλλά φως, πολύ περισσότερο από ό,τι σήμερα: το άνω διάζωμα του ναού –και όχι μόνο ο θόλος– θα ήταν επιχρυσωμένο ή σε χρώμα κίτρινο. Το πρωί, το φως από τα ανατολικά, αντικατοπτρίζοντας μάλιστα την ξεχωριστή λάμψη των κυμάτων του Βοσπόρου, κατέβαινε από το πάνω μέρος του ναού προς τα κάτω δημιουργώντας μια ουράνια εικόνα: το φως περνούσε μέσα από τα παράθυρα στη βάση του τρούλου δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο τρούλος ήταν ένα φωτεινό στεφάνι που δεν στηρίζεται πουθενά, αλλά κρέμεται από τους ουρανούς. Το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα εκτυφλωτικό.

Έτσι, εξάλλου, περιγράφεται ο ναός από τον Προκόπιο, και σε αυτόν στηριζόμαστε σήμερα όταν κάνομε λόγο για αυτή την αρχιτεκτονική ανυπέρβλητη ψευδαίσθηση: ο τρούλος έμοιαζε να κρέμεται σε χρυσή αλυσίδα από τον ουρανό. Η «χρυσή αλυσίδα» (σειρᾷ τῇ χρυσῇ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ) που χρησιμοποιεί στην περιγραφή του ο Προκόπιος είναι μια πλατωνική αλληγορία (με βάση τον Όμηρο) για τα διάφορα επίπεδα του μεταφυσικού και υλικού κόσμου, η κατάβαση από το Θείον, το Ένα, κάτω στον υλικό μας κόσμο. Πρόκειται για απόσπασμα της Ιλιάδας (8.19, σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες), όπου ο Δίας αμφισβητεί αν μπορούν όλοι οι άλλοι θεοί να τον εκθρονίσουν, ακόμη κι αν πιαστούν όλοι μαζί από μια χρυσή αλυσίδα κρεμασμένη στον ουρανό και από εκεί τραβώντας επιχειρήσουν να τον ρίξουν κάτω. Όμως, αν κάποιος ανατρέξει στις υπάρχουσες εκδόσεις και μεταφράσεις του κειμένου του Προκοπίου, δεν θα βρει πουθενά αυτή τη χρυσή αλυσίδα (χρυσή σειρά). Ο εκδότης (J. Haury), παραβλέποντας τη χειρόγραφη παράδοση και μη αντιλαμβανόμενος το πλατωνικό δάνειο στο τόσο σημαντικό αυτό σημείο για τον τρούλο που αιωρείται, αντί για σειρά εξέδωσε σφαίρα. Πάντως, εκτός από τον Προκόπιο, και ένας άλλος Πλατωνιστής και εθνικός, ο Ιωάννης Λυδός, καλεί την Αγία Σοφία «τὸ τοῦ μεγάλου θεοῦ Τέμενος», μια έκφραση που αλλού χρησιμοποιεί για τον θεό Ήλιο, τον θεό του φωτός. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ευθύνη του έργου είχε ένας εθνικός και ότι οι αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας ήταν μάλλον επίσης εθνικοί από την Πλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Ο Ανθέμιος, πιο συγκεκριμένα, ήταν ειδικός στη θεωρία της οπτικής.

Στα χαμηλά οι επιφάνειες των τοίχων του κυρίως ναού και των στοών, αλλά και το πάτωμα καλύπτονταν με πολύχρωμα μάρμαρα και ορθομαρμαρώσεις. Σε αντίθεση με τον ουράνιο θόλο, τα μάρμαρα αντιπροσώπευαν τον υλικό κόσμο, το κάτω «διάζωμα» του ναού. Στην ποιητική περιγραφή της Αγίας Σοφίας, ο Παύλος Σιλεντιάριος τα βλέπει σαν μαρμάρινα λιβάδια (μαρμαρέους λειμῶνας) και επισημαίνει τα ανθηρά μοτίβα που σχηματίζονται και τα πολλά τους χρώματα. Όσον αφορά τις άλλες αισθήσεις, ο ανοικτός εσωτερικός χώρος παρήγε μια μακρά αντήχηση, που σημαίνει ότι τα λόγια των ακολουθιών δεν θα πρέπει να ακούγονταν ευκρινώς αλλά ως μια συνεχής και ανά επικαλυπτόμενα κύματα ηχώ, ένας «υγρός» ήχος όμως λέγεται. Έτσι, ένας χώρος που αρχιτεκτονικά συμβολίζει ουρανό και γη, που ο λόγος αντηχεί ως θείο πνεύμα μέσα από τα λόγια της λειτουργίας και δονεί τους πιστούς, που μια εκθαμβωτική λάμψη κυριαρχεί από πάνω με το παιγνίδι του φωτός στις απαστράπτουσες επιφάνειες του μαρμάρου, όλα αυτά θα μπορούσε να υποβάλλουν στους πιστούς την αίσθηση ότι παρευρίσκονται στη μοναδική στιγμή της Δημιουργίας, όταν το πνεύμα και το πρώτο φως του κόσμου ἐπεφέρετο άνω τῶν ὑδάτων (Γεν. 1.1-11: όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν ακριβώς σε αυτό το απόσπασμα της Γένεσης).

Στη μέση της σύναξης θα στεκόταν ο αυτοκράτορας, γιατί αυτή ήταν η δική του εκκλησία, που χτίστηκε για να προβάλει τη δόξα του. Η Αγία Σοφία ήταν πάνω απ’ όλα μια αυτοκρατορική εκκλησία, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Ιουστινιανού, στην οποία τα μονογράμματα πάνω στα κιονόκρανα το διατρανώνουν εμφατικά στους αιώνες. Πρόκειται για ένα μνημείο ενός αυτοκράτορα και μιας συγκεκριμένης εποχής, ένα μνημείο, όμως, που κατάφερε να διεμβολίσει το χρόνο. Τα μάρμαρα των κιόνων και των ορθομαρμαρώσεων επιλέχθηκαν συνειδητά από όλες τις γωνιές της Μεσογείου, από τη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα. Ο Παύλος Σιλεντιάριος φροντίζει να μας παραθέσει την προέλευσή τους. Έτσι, στο εσωτερικό του ναού, με βάση την προέλευση των μαρμάρων, ήταν παρούσα όλη η αυτοκρατορία, δηλαδή ένας συμβολικός χάρτης της ιουστινιάνειας επικράτειας, της ιουστινιάνειας οικουμένης, με όλα τα εδάφη που ήλεγχε και από τα οποία όλα τα αγαθά, όπως τα μάρμαρα, έφταναν στην Πόλη. Μια πόλη που αν δεν την είχαν ήδη μετονομάσει σε Κωνσταντινούπολη θα της είχε δώσει χωρίς ενδοιασμό το δικό του όνομα. Γιατί αυτός την ανέστησε, αυτός ο οποίος μέσα στο ναό του επευφημείτο ενώπιον του λαού κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, όπως αναφέρεται, για παράδειγμα, στα κοντάκια (ποιητικά κηρύγματα) του Ρωμανού Μελωδού, ενός υμνογράφου της Μεγάλης Εκκλησίας που έζησε την ίδια εποχή. Ένα από τα κοντάκιά του (54) υμνεί τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα για την ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης και της Αγίας Σοφίας, μετά τις πυρκαγιές στη Στάση του Νίκα: ἐν χρόνῳ γὰρ ὀλίγῳ ἀνέστησαν ἅπασαν τὴν πόλιν. Ο Ρωμανός συγκρίνει τη σφαγή του πληθυσμού με την οργή που δείχνει ο Θεός σε εκείνους που δεν καταλαβαίνουν από δίκαιες φοβέρες, αλλά δεν κρύβει τον πόνο που προκάλεσαν τα ξίφη του αυτοκράτορα. Ο Ρωμανός συγκρίνει την Αγία Σοφία, που ορθώθηκε μέσα από τις στάχτες της, με το Ναό του Σολομώντα, μόνο που εκείνος μένει πάντα ερείπιο. Αυτή η αποστροφή του λόγου θα μπορούσε να είναι μια ακόμη έμμεση νύξη εναντίον του ναού της Ανικίας Ιουλιανής, του Αγίου Πολύευκτου, που είχε διαφημιστεί ως ένας νέος Ναός του Σολομώντα. Τον Ιουστινιανό τον κυνηγούσαν πάντα τα φαντάσματα των αριστοκρατικών του αντιπάλων.

(ΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΛΗΣ-ΗΛΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ)


Ο Ιουστινιανός και η ιστορία του μεταξιού

Σύμφωνα με τον Προκόπιο, γύρω στο 552 γίνεται η προσέγγιση του Ιουστινιανού από Ινδούς μοναχούς, οι οποίοι του προτείνουν να μεταφέρουν στην αυτοκρατορία γόνους του μυστηριώδη σκώληκα που τρώγοντας φύλλα συκομουριάς παράγει μετάξι, τον μεταξοσκώληκα. Όπως όμως αποδεικνύει η πρόσφατη έρευνα η ιστορία αυτή είχε ξεκινήσει δεκαετίες νωρίτερα και απλώς στα 550 η μεγάλη αυτή μετατόπιση της πρωτογενούς παραγωγής προς τη Μεσόγειο είχε ήδη αποδώσει καρπούς. Σημείο έσχατης χλιδής και κοινωνικής καταξίωσης στην αυτοκρατορική κοινωνία ήταν τα μεταξωτά ενδύματα, και αυτά με την πορφυρή βαφή που παρασκευάζονταν στις πόλεις της Φοινίκης προορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά για το παλάτι. Το ακατέργαστο μετάξι ήταν κινέζικης προέλευσης και η εισαγωγή του γινόταν μέσω Περσών εμπόρων που το έφερναν ως τα σύνορα.

Αποτελούσε τον μεγαλύτερο παράγοντα του εμπορικού ελλείμματος της αυτοκρατορίας και μάλιστα τα κέρδη πήγαιναν στον Πέρση εχθρό. Στα πρώτα, λοιπόν, χρόνια της βασιλείας του (περ. 530) ο Ιουστινιανός ζήτησε από τους Αιθίοπες συμμάχους του να στρέψουν την πορεία του εμπορεύματος μέσω της Ερυθράς θάλασσας, αλλά μάταια. Ινδοί όμως μοναχοί γνωρίζοντας τα σχέδια του αυτοκράτορα προσφέρθηκαν (μέσα στις δεκαετίες 530-540) να του φέρουν τον μεταξοσκώληκα από τη Σήρινδα (ταυτιζόμενη με τη δυτική Κίνα) ώστε να δημιουργηθεί εντόπια ρωμαϊκή παραγωγή. Είναι μυθική αλλά ευρέως γνωστή η ρομαντική ιστορία του Θεοφάνη του Βυζαντίου (τέλη 6ου αιώνα) ότι έφεραν αυγά μεταξοσκώληκα κρυφά από την Κίνα σε κούφιες ράβδους, στοιχείο που ο Προκόπιος αγνοεί αναφέροντας απλώς μεταφορά γόνων. Η υποδομή και συνθήκες του εγχειρήματος ήταν πιο απαιτητικές, και θα πρέπει να πέρασαν αρκετά χρόνια προς τα τέλη της δεκαετίας του 540 πριν αυξηθεί ικανώς ο πληθυσμός τους και φυτευτούν και μεγαλώσουν πολλές μουριές, με τα φύλλα των οποίων ο μεταξοσκώληκας τρέφεται.


Έτσι, η μεταξοκαλλιέργεια έγινε αυτοκρατορικό μονοπώλιο και σταμάτησε την εισαγωγή της πρώτης ύλης. Οι ρωμαϊκές βιοτεχνίες στη Φοινίκη, που στηρίζονταν σε αυτήν ακριβώς την εισαγωγή και διαμόρφωναν με βάση αυτήν τις τιμές των μεταξωτών υφασμάτων, δεν μπορούσαν πλέον να ανταγωνιστούν την εντόπια μεταξοκαλλιέργεια και αναγκάστηκαν να συνδιαλλάσσονται με άνισους όρους με τον Πέτρο Βαρσύμη, επίτροπο της όλης επιχείρησης, πιστό της Θεοδώρας και κερδοσκόπο, σύμφωνα πάντα με τον Προκόπιο. Ο Πέτρος Βαρσύμης, πρώην αργυραμοιβός από τη Συρία, είχε τοποθετηθεί το 542/3 ως κόμης των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum) και είχε υπό τον έλεγχό του για είκοσι χρόνια, με κάποια διαλείμματα, τη διοίκηση και τα οικονομικά της αυτοκρατορίας.

Όποια και να ήταν η τύχη των τοπικών μεταξουργών και εμπόρων, που έπρεπε να ρίξουν τις τιμές τους και να γίνουν συνέταιροι του δημοσίου, η ίδρυση της μεταξοκαλλιέργειας ήταν μαζί με την Αγία Σοφία και την έκδοση των νόμων ένα από τα επιτεύγματα του Ιουστινιανού με διαρκή αποτελέσματα και οφέλη για το Βυζάντιο. Η Ρωμανία με περιφερειακά κέντρα στη Θήβα, για παράδειγμα, έγινε για αιώνες κύριος παραγωγός και προμηθευτής μεταξιού για τον χριστιανικό κόσμο και κρατούσε σφιχτά τα μυστικά παραγωγής του.


Το μέγεθος της Αυτοκρατορίας επί Ιουστινιανού

Μετά τη Στάση του Νίκα, ο Αυτοκράτορας καταπιάνεται με έναν από τους βασικούς του στόχους:των δυτικών επαρχιών. Ο Βελισάριος, επικεφαλής του ρωμαϊκού στρατού (magister militum), εκστρατεύει κατά του βασιλείου των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής, κατακτά την Καρχηδόνα το 533, και προετοιμάζεται για την απόβαση στην Ιταλική χερσόνησο. Με τον θάνατο του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου (ή Θεϋδέριχου) το 526, τη διακυβέρνηση αναλαμβάνει η φιλόδοξη γυναίκα του Αμαλασούνθα, κηδεμόνας του διαδόχου Αθαλάριχου, την οποία όμως εκθρονίζει και θανατώνει ο Θεϋδάτος. Αυτή είναι και η αφορμή που ζητά η Ανατολική Αυτοκρατορία για να επιτεθεί. Άμεσα ο Βελισάριος καταλαμβάνει τη Νάπολη και τη Ρώμη. Ο αρχηγός των Γότθων Ουίτιγις υποχωρεί στη Ραβέννα, αλλά σύντομα επιστρέφει για να πολιορκήσει τη Ρώμη. Ο Βελισάριος, ενισχυμένος από την πρωτεύουσα καταλαμβάνει τη γύρω περιοχή και υποχρεώνει τους Γότθους σε τελική υποχώρηση το 538, σε μάχη κοντά στη γέφυρα της Μουλβίας, στην ίδια περίπου θέση όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος νίκησε το Μαξέντιο. Κατόπιν σειράς ασυνεννοησιών και αμφισβήτησης της πρωτοστρατηγίας του Βελισάριου από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα, Ναρσή και Ιωάννη, οι Γότθοι ανακαταλαμβάνουν το Μιλάνο, εξοντώνοντας τους 300.000 κατοίκους του. Χρονικά την ίδια στιγμή περίπου, η Αυτοκρατορία δέχεται και την επίθεση του Χοσρόη και των Περσών στα ανατολικά. Ενώ λοιπόν ο Ιουστινιανός είναι έτοιμος να ανακαλέσει το Βελισάριο για ενίσχυση στα ανατολικά, ο ιδιοφυής αυτός στρατηγός με δόλιο τέχνασμα καταλαμβάνει τη Ραβέννα, συλλαμβάνει τον Ουίτιγι και την οικογένειά του, δίνοντας τέλος στην εκστρατεία και ολοκληρώνοντας φαινομενικά για λογαριασμό του Ιουστινιανού την ανακατάληψη της Ιταλίας.

Μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα το 539, ο Βελισάριος φεύγει σύντομα για να συναντήσει τον Χοσρόη. Μετά από δύο χρόνια μαχών (και υπό το ψυχολογικό βάρος των απιστιών της γυναίκας του Αντωνίνας), ο Βελισάριος με τέχνασμα και πάλι εξουδετερώνει τον Χοσρόη. Το 542 ξεσπά η επιδημία βουβωνικής πανώλης, η οποία πλήττει και τον Αυτοκράτορα. Ο Βελισάριος επιστρέφει στην Ιταλία, η οποία λόγω της ανικανότητας των ορισμένων από τον Ιουστινιανό διοικητών της έχει περιέλθει εκ νέου στους Γότθους. Δυστυχώς, υπό την πίεση της Θεοδώρας ο Ιουστινιανός πείθεται ότι ο Βελισσάριος έχει τάσεις σφετερισμού, και έτσι τον εξοπλίζει δυσανάλογα φτωχά σε σχέση με τη φιλόδοξη αποστολή που του αναθέτει.

Στην αντιπαράθεσή τους με τον ικανό Γότθο βασιλιά Τωτίλα, οι Ρωμαίοι δεν μπορούν να κυριαρχήσουν. Ο Γότθος αρχηγός καταλαμβάνει τη Ρώμη το 546. Μετά από 5 χρόνια ατελέσφορων μαχών και διπλωματικών προσπαθειών, ο Βελισάριος ανακαλείται στην Πόλη το 549, χωρίς να έχει επιτύχει την επανάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου, έχοντας όμως αναχαιτίσει του Γότθους σε βαθμό που δεν θα μπορέσουν ποτέ να εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Έτσι, θα μπορέσει εύκολα ο Ναρσής, που τον αντικαθιστά το 551, με πολλαπλάσιο μάλιστα εξοπλισμό και μέσα, να ολοκληρώσει το έργο του Βελισάριου. Η επιστροφή του στρατηγού στην πρωτεύουσα το 549 συμπίπτει χρονικά με τον θάνατο της Θεοδώρας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει τη συμφιλίωση των δύο ανδρών. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία, ο Ναρσής επικρατεί των βαρβάρων, καταφέρνοντας δύο συντριπτικές νίκες στην Μάχη των Βουσταγαλλώρων και στη Μάχη του Βεζουβίου, σκοτώνοντας τον Τωτίλα και τερματίζοντας την οστρογοτθική αντίσταση.

Το 551-555, ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα, υπό τις διαταγές του 80χρονου συγκλητικού Λιβέριου, στάλθηκε στην Ιβηρική χερσόνησο, για να υποστηρίξει τον Αθανάγιλδο, που είχε εξεγερθεί εναντίον του βασιλιά Αγίλα. Το εκστρατευτικό σώμα σημείωσε εκπληκτική επιτυχία, καταλαμβάνοντας εύκολα τις παραλιακές πόλεις και το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ισπανίας, και με τη βοήθειά του, ο Αθανάγιλδος στέφεται βασιλιάς των Βησιγότθων το 554. Παρότι ο νέος βασιλιάς απαίτησε την επιστροφή των ρωμαιοκρατούμενων εδαφών, αναγκάστηκε να προβεί σε συμβιβασμό, μέσω του οποίου το νότιο τέταρτο της Ισπανίας έγινε ρωμαϊκή επαρχία, ενώ το βησιγοτθικό βασίλειο αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ιουστινιανού.

Ο Ιουστινιανός κληρονόμησε από τον προκάτοχό του ανειλημμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις στα ανατολικά σύνορα. Με αφορμή την επέμβαση των Περσών υπό τον Καβάδη Α΄ στην Λαζική και στην Ιβηρία, οι δύο αυτοκρατορίες ενεπλάκησαν σε αναμετρήσεις στην ρωμαιοπερσική μεθόριο. Το 529 ο στρατηγός Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο συνοριακό οχυρό Δάρας, αλλά την επόμενη χρονιά μπροστά στο ίδιο οχυρό συνέτριψε διπλάσιες περσικές δυνάμεις κατά την περίφημη μάχη του Δάρας. Αμφίβολο αποτέλεσμα είχε η σύγκρουση στο Καλλίνικο της Συρίας το 531 με συνέπεια και οι δύο αντίπαλοι να αποσυρθούν, αν και οι Πέρσες ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση. Η σύρραξη φάνηκε να κλιμακώνεται, αλλά ο θάνατος του Σασσανίδη μονάρχη (531) απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Ο Ιουστινιανός και ο διάδοχος του περσικού θρόνου Χοσρόης Α΄ συνομολόγησαν την Απέραντο Ειρήνη το 532 με βαριές χρηματικές αποζημιώσεις εις βάρος των Ρωμαίων.

Η επέμβαση των Ρωμαίων στα εσωτερικά της Αρμενίας (540) έδωσε στον Χοσρόη την αφορμή να ξεκινήσει νέο κύκλο επιδρομών κατά της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρακινούμενος και από Οστρογότθους πρέσβεις εισέβαλε το 540 στην Συρία. Οι Ρωμαίοι, που ήταν απασχολημένοι στη Ιταλία με τον πόλεμο εναντίον των Οστρογότθων, προέβαλαν ασθενική αντίσταση με συνέπεια το ίδιο έτος οι Πέρσες να εκπορθήσουν και να λεηλατήσουν τις πλούσιες πόλεις Χαλέπι και Αντιόχεια (Ιούνιος 540). Ιδίως η καταστροφή της τελευταίας, που ήταν η τρίτη σημαντικότερη πόλη της αυτοκρατορίας, υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τους αμυνόμενους. Ακολούθως, ο Χοσρόης βάδισε προς το μικρό, περιφερειακό αλλά στρατηγικά σπουδαίο βασίλειο της Λαζικής απαιτώντας λύτρα από τις πόλεις που συναντούσε καθ’ οδόν.


Η κατάσταση είχε γίνει κρίσιμη για την αυτοκρατορία. Ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία (541) και εστάλη στην περιοχή για να οργανώσει την αντίδραση των Ρωμαίων. Σε σύντομο διάστημα ανακλήθηκε εκ νέου χωρίς να έχει σημειώσει κάποια μεγάλη επιτυχία. Μια επιδημία πανώλης, που ξέσπασε το επόμενο έτος, καταπόνησε και τους δύο αντιπάλους αλλά οι περσικές επιδρομές συνεχίστηκαν, κυρίως στις περιοχές της Έδεσσας και της Θεοδοσιούπολης (σημερινή Ερζερούμ της ανατολικής Τουρκίας). Η καλύτερα οργανωμένη αντεπίθεση των Ρωμαίων κατά τα επόμενα χρόνια όπως και η σθεναρή αντίσταση της Έδεσσας στην επίμονη πολιορκία των Περσών, οδήγησαν σε συμφωνία πενταετούς ανακωχής (545). Καθώς όμως οι όροι της ανακωχής δεν διευθετούσαν την κατάσταση της Λαζικής, ο πόλεμος ουσιαστικά μεταφέρθηκε στη χώρα αυτή. Ωστόσο οι μακροχρόνιες εχθροπραξίες είχαν εξουθενώσει τις δύο αυτοκρατορίες. Επιπλέον, ο Χοσρόης αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα στο βασίλειό του. Το 551 και το 557 ανανεώθηκε η πενταετής ανακωχή του 545 και το 562 υπεγράφη 50ετής συνθήκη ειρήνης, που σε γενικές γραμμές τηρήθηκε και από τα δύο μέρη.


Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ορθόδοξο Αυτοκράτορα. Η βασιλεία του θεωρείται ότι σημάδεψε το ζενίθ της αυτοκρατορικής κυριαρχίας επί της Εκκλησίας[5]. Η εξουσία του επεκτεινόταν και πάνω στην ιεροσύνη. Διαχώριζε μεν imperium και sacerdotium, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να υποκύπτει στον πειρασμό να νομοθετεί πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα. Έλαβε μέτρα για την ενεργό επιβολή του χαλκηδονιανού Χριστιανισμού (Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος) σε όλη την επικράτειά του. Έτσι, από νωρίς (το 529), έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών, και έκλεισε την περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος. Περιόρισε με νομοθετικά μέτρα τα δικαιώματα των Εβραίων, και συνέτριψε με σκληρότητα την εξέγερση των Σαμαριτών. Ακόμα καταδίωξε τους μανιχαϊστές, οι οποίοι, λόγω της συσχέτισής τους με την εχθρική Σασσανιδική Περσία, υπέφεραν ιδιαίτερα.

Η αντιμετώπιση της πιο μεγάλης και επικίνδυνης αίρεσης, του Μονοφυσιτισμού, ποίκιλλε. Η επιρροή της Θεοδώρας, που υποστήριζε τον Μονοφυσιτισμό και παρείχε προστασία σε σημαίνοντες εκπροσώπους του, μετρίασε την στάση του κατά το πρώτο μισό της βασιλείας του. Το 535 της επέτρεψε να διορίσει Πατριάρχη τον Άνθιμο, ο οποίος αμέσως συνδέθηκε με τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας κατήγγειλε το γεγονός στον Πάπα Αγαπητό, ο οποίος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και έπεισε τον Ιουστινιανό να τον εκθρονίσει και να τον εξορίσει[6]. Μετά τον θάνατο της Θεοδώρας όμως, σε συνδυασμό με την έντονη πίεση της δυτικής εκκλησίας και την έντονη ενασχόλησή του με την θρησκεία προς το τέλος της ζωής του, η κρατική καταπίεση εντάθηκε. Η αυταρχική του πολιτική και η τάση του να ελέγχει πλήρως την Εκκλησία, φάνηκαν τόσο στην συμπεριφορά του απέναντι στον Πάπα Βιγίλιο, τον οποίο διαπόμπευσε δημοσίως, όσο και κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε το 553 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτούργησε υπό το καθεστώς της κυριαρχίας των απόψεών του, δια της συνηθισμένης οδού της επιλεκτικής αποδοχής των συμμετεχόντων.

Η ιεραποστολική του δραστηριότητα ήταν εξίσου έντονη, και απέστειλε ιερείς για να προσηλυτίσουν τους λαούς πέριξ της Αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας να εκχριστιανίσει την Νουβία, τους Έρουλους και τους Αβασγούς. Η εισβολή των Κουτρίγουρων το 559, που έφτασε μέχρι έξω από την πρωτεύουσα, αντιμετωπίζεται από το Βελισάριο με επιτυχία. Ο στρατηγός θα βρεθεί ξανά σε δυσμένεια το 562, στερούμενος τόσο τη δόξα που του άρμοζε, όσο και τη θέση του στην ρωμαϊκή ιεραρχία, αλλά αποκαταστάθηκε σύντομα.


Οικονομία και διοίκηση

Χρυσό νόμισμα του Ιουστινιανού Α' (527-565), που ανασκάφηκε στην Ινδία πιθανώς στα νότια, είναι ένα παράδειγμα του Ινδο-ρωμαϊκού εμπορίου κατά τη διάρκεια της περιόδου.
Όπως συνέβαινε και με τους προκατόχους του Ιουστινιανού, η οικονομική υγεία της αυτοκρατορίας στηριζόταν κυρίως στη γεωργία. Επιπλέον, το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων άνθισε, φτάνοντας ως το μακρινό Βορρά μέχρι την Κορνουάλη, όπου ο κασσίτερος ανταλλάχθηκε με ρωμαϊκό σιτάρι. Στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, μεγάλες συνοδείες που έπλεαν από την Αλεξάνδρεια προς την Κωνσταντινούπολη με το σιτάρι και τα δημητριακά. Ο Ιουστινιανός με μια αποτελεσματική κίνηση ήταν η οικοδόμηση μιας μεγάλης σιταποθήκης στο νησί της Τενέδου για αποθήκευση και περαιτέρω μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε επίσης να βρει νέες διαδρομές για το ανατολικό εμπόριο, το οποίο υπέφερε τα πάνδεινα, λόγω των πολέμων με τους Πέρσες.

Ένα σημαντικό προϊόν πολυτελείας ήταν το μετάξι, το οποίο είχε εισαχθεί και στη συνέχεια μεταποιούνταν στην Αυτοκρατορία. Προκειμένου να προστατευθεί η παραγωγή του μεταξιού, ο Ιουστινιανός χορήγησε το μονοπώλιο στα αυτοκρατορικά εργοστάσια το 541. Προκειμένου να παρακάμψει το περσικό εμπάργκο, ο Ιουστινιανός δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τους Αβησσυνίους, τους οποίους ήθελε να ενεργούν ως διαμεσολαβητές του εμπορίου με τη μεταφορά Ινδικού μεταξιού στην αυτοκρατορία. Οι Αβησσύνιοι, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τους Πέρσες εμπόρους στην Ινδία. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 550, δύο μοναχοί κατάφεραν να κλέψουν μέσα στα μπαστούνια τους, αυγά μεταξοσκώληκα από την Κεντρική Ασία πίσω στην Κωνσταντινούπολη, και το μετάξι έγινε μονοπώλιο των ανακτόρων.

Κατά την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α' είχε κληρονομήσει ένα πλεόνασμα 28.800.000 σόλιδων (£400.000 χρυσού) στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο από των Αναστάσιο Α' και Ιουστίνο Α'. Σύμφωνα με τους κανόνες του Ιουστινιανού, ελήφθησαν μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς στις επαρχίες και να συλλέγεται πιο αποτελεσματικά οι φορολογία. Μεγαλύτερη διοικητική εξουσία δόθηκε τόσο στους ηγέτες των νομών και των επαρχιών, ενώ η εξουσία που είχε ληφθεί μακριά από τις αντιπροσωπείες των μητροπόλεων, ένας αριθμός των οποίων καταργήθηκαν. Η γενική τάση ήταν προς την απλοποίηση της διοικητικής υποδομής. Σύμφωνα με τον Brown(1971), η αυξημένη επαγγελματοποίηση της είσπραξης των φόρων έκανε πολλά για να καταστρέψει τις παραδοσιακές δομές της επαρχιακής ζωής, δεδομένου ότι αποδυνάμωσε την αυτονομία των δημοτικών συμβουλίων στης Ελληνικές πόλεις. Έχει υπολογιστεί ότι πριν την επανάκτηση (reconquista) του Ιουστινιανού Α' το κράτος είχε ετήσια έσοδα 5.000.000 σόλιδους το 530, αλλά μετά της κατάκτησης του, τα ετήσια έσοδα αυξήθηκαν σε 6.000.000 σόλιδους στο 550 μ.Χ.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι πόλεις και τα χωριά του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους ευημερούσαν, αν και οι Αντιόχεια χτυπήθηκε από δύο σεισμούς (526, 528) και αλώθηκε και εκκενώθηκε από τους Πέρσες (540). Ο Ιουστινιανός είχε ανακατασκευάσει την πόλη, αλλά σε μικρότερη κλίμακα.Παρ' όλα αυτά τα μέτρα, η αυτοκρατορία υπέστη αρκετές σημαντικές αποτυχίες κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Η πρώτη ήταν τα Ακραία καιρικά φαινόμενα των ετών 535-536 τα οποία ασθένησαν την αγροτική παράγωγη σε όλην την αυτοκρατορία με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών ανθρώπων, μετά χτύπησε η πανούκλα, (γνωστή και ως πανώλη του Ιουστινιανού) η οποία διήρκεσε από το 541 έως 543 και, κατά των Προκόπιο αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Μέχρι και το 40% της Κωνσταντινούπολης λέγεται ότι αποδεκατίστηκε, κατά συνέπεια δημιούργησε έλλειψη εργατικού δυναμικού και αύξηση των μισθών. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού, επίσης, οδήγησε σε σημαντική αύξηση του αριθμού των "βάρβαρων" στα βυζαντινά στρατεύματα, μετά τις αρχές της δεκαετίας του 540. Το παρατεταμένο πόλεμο στην Ιταλία και τους πολέμους με τους Πέρσες, ήταν ένα βαρύ φορτίο για τους πόρους της αυτοκρατορίας, και ο Ιουστινιανός είχε επικριθεί από πολλούς για τη σπατάλη του παλατιού και για την άσωτη ζωή που έκανε το αυτοκρατορικό ζεύγος.

Σύμφωνα με πληροφορίες Βυζαντινών συγγραφέων, εξαιτίας της τεράστιας ζήτησης που είχε το μετάξι από την ανατολή, και το εμπάργκο που έκαναν οι Πέρσες κατά των Βυζαντινο-Περσικών πόλεμων, ο Ιουστινιανός το 544 έστειλε στην Κίνα δύο μοναχούς, ειδικά για το μετάξι, το οποίο εκείνη την εποχή είχε διαδοθεί σε μεγάλο βαθμό το χρησιμοποιούσε η εκκλησία και η ευγενείς και ήταν πανάκριβο. Οι Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα και κατά τη διάρκεια των περιηγήσεων τους, παρακολούθησαν όλη τη διαδικασία εκτροφής του μεταξοσκώληκα και παραγωγής του μεταξιού και φεύγοντας έκρυψαν μέσα στα κούφια μπαστούνια τους αρκετό μεταξόσπορο, γιατί απαγορευόταν η εξαγωγή τους. Στο τέλος της περιοδείας τους το 544 μετέφεραν το μετάξι στην Κωνσταντινούπολη, και από τότε περιήλθε η σηροτροφία στο Βυζάντιο. Στα πρώτα χρόνια η βυζαντινή αυλή κρατούσε μυστικό τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού από τον υπόλοιπο λαό, που πίστευε ότι το μετάξι προερχόταν από κάποια φυτική ουσία. Αργότερα όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς. Και το Βυζάντιο ήταν ο μοναδικός εξαγωγέας του περίφημου μεταξιού του σε όλην την Ευρώπη για περίπου τρεις αιώνες.


Ο Ιουστινιανός κατάφερε να επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας μέχρι τις Ηράκλειες στήλες, επαναφέροντας τα σύνορα στα ίδια σχεδόν, της παλιάς Ρωμαϊκής. Στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο οι περιοχές επανέρχονται στη Δυτική Αυτοκρατορία και επιβάλλεται πλέον μια ένωση μέσω της κοινής χριστιανικής πίστης, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ο βυζαντινός στρατός σημειώνει νίκες στην Ιταλία, το νότιο τμήμα της Ισπανίας και την Αφρική, και οι Πέρσες σταματούν τις επιχειρήσεις τους κατά του Βυζαντίου, σεβόμενοι τις συνθήκες. Η επανάκτηση της Δυτικής Αυτοκρατορίας διήρκεσε 25 χρόνια, με συνεχείς εκστρατείες κατά των Περσών και κατασκευή εκτενούς αμυντικού συστήματος (ορατού ακόμα και σήμερα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου). Ωστόσο η περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού περιλαμβάνει και πλήθος άλλων σημαντικών εξελίξεων, όπως κωδικοποίηση των νόμων, ενίσχυση του εμπορίου, εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών και ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων με αποκορύφωμα την Αγία Σοφία.[7]

Η φιλόδοξη επέκταση του Βυζαντίου όμως, προκάλεσε αρκετές εσωτερικές διαμάχες με τον πληθυσμό να κάνει συχνές εξεγέρσεις, είτε λόγω των δυσβάσταχτων φόρων από τους μακροχρόνιους πολέμους, είτε λόγω θρησκευτικών διαφορών. Η συνεχής εξωτερική απειλή, από σχεδόν όλα τα μέτωπα, οδήγησε σε μια περίοδο πτώσης της Αυτοκρατορίας, που ήρθε αμέσως μετά τον θάνατο τον Ιουστινιανού. Χαρακτηριστικά, το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας κατελήφθη από τους Λομβαρδούς, μόλις 3 χρόνια από το θάνατό του. Ο Προκόπιος στο έργο του Απόκρυφη Ιστορία κατηγορεί τον ίδιο τον Ιουστινιανό αλλά κυρίως τη Θεοδώρα για αυτό.