ΡΩΜΗ

ΡΩΜΗ

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Οι τελευταίοι ρωμαίοι αυτοκράτορες και η θεμελίωση της μεσαιωνικής Ευρώπης


Μολονότι η ρωμαϊκή διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και ανεπαρκής, φαίνεται ότι στις αρχές και τα μέσα του 4ου αιώνα η μείωση του πληθυσμού και της παραγωγικότητας είχε σε μεγάλο βαθμό σταθεροποιηθεί ή και αντιστραφεί· γύρω όμως στο 375, με τις νέες μετακινήσεις των γερμανικών φυλών, οι πτωτικές τάσεις εμφανίζονται ξανά. Μόνον η Δυτική αυτοκρατορία κατέρρευσε ως
πολιτική ενότητα τον 5ο αιώνα· το ανατολικό τμήμα εξακολούθησε να υπάρχει και επομένως το πρόβλημα φαίνεται να ανάγεται σε συνθήκες που ήταν ιδιάζουσες στη Δύση ή πάντως πιο ακραίες
απ' ό,τι αλλού. Αν και από την εποχή του Διοκλητιανού η ρωμαϊκή κυβέρνηση έγινε πολύ πιο πολυμελής, πολλές λειτουργίες που σήμερα θεωρούνται αρμοδιότητα του κράτους εξακολουθούσαν να ανατίθενται σε ιδιώτες εργολήπτες. Η σύγχυση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, που από τη φύση της είναι πάντα προβληματική, στην ύστερη αυτοκρατορία εκφυλίστηκε σε χάος. Καθώς έφθινε η εξουσία του κράτους, οι Ρωμαίοι αριστοκράτες και οι Γερμανοί πολέμαρχοι εναλλάσσονταν στα κυβερνητικά αξιώματα με τρομακτική ταχύτητα. Έτσι, η εμφανής και συχνά συμβατική διαίρεση της κοινωνίας σε δύο ομάδες, των ισχυρών παραγόντων και των πελατών τους, συνδέεται με τη ρωμαϊκή πρακτική της απόκτησης κοινωνικού κύρους μέσω κάποιου δημόσιου αξιώματος.


Οι αξιωματούχοι εξαγοράζονταν ανοιχτά και χρησιμοποιούσαν τα προνόμια της θέσης τους για να ενισχύουν την ατομική επιρροή τους και να αποκτούν προσωπική εξουσία και πελατεία από πολίτες που γύρευαν προστασία από τους βαρβάρους, τους στρατιώτες και τους εισπράκτορες: κοντολογίς, από την ίδια κατηγορία ανθρώπων που αντιπροσώπευε ο ίδιος ο τοπικός άρχοντας. Ορισμένοι τοπικοί άρχοντες απολάμβαναν προνόμια immunitas (απαλλαγή από φόρους, δικαστικές και άλλες υποχρεώσεις) από την αυτοκρατορική διοίκηση, κατακτώντας έτσι το δικαίωμα να συλλέγουν φόρους από τους
υποτελείς τους και να τους δικάζουν οι ίδιοι. Από τα τέλη του 2ου αιώνα αυξάνει συνεχώς η στρατιωτικοποίηση, καθώς και η γραφειοκρατία του ρωμαϊκού κράτους. Όπως η κυβέρνηση δυσκολευόταν να διατηρεί τους βουλευτές και τους ενοικιαστές αγρότες στα πόστα τους, αντίστοιχα δεν μπορούσε να στρατολογήσει αρκετούς στρατιώτες για να καλύψει τις ανάγκες της, ιδίως μετά το 375. Οι μόνες σημαντικές πηγές για τη στρατολόγηση πολιτών ήταν οι παγιωμένες ομάδες: οι ελεύθεροι χωρικοί, οι δεκουρίωνες και οι τεχνίτες. Έτσι, τον 4ο και τον 5ο αιώνα συντελείται μια θεμελιακή δομική αλλαγή στον ρωμαϊκό στρατό: το επάγγελμα του στρατιωτικού γίνεται κληρονομικό. Αν και η κεντρική κυβέρνηση προσπάθησε να εμποδίσει την είσοδο των βουλευτών στον στρατό, ήδη τον 5ο αιώνα γίνονταν δεκτοί και δούλοι στις λεγεώνες.


Αυτά τα μέτρα ήταν ανεπαρκή και ο στρατός των πολιτών έπρεπε να συμπληρωθεί με μισθοφόρους και κληρωτούς. Ακόμα και κατά τον 3ο αιώνα οι Ρωμαίοι παραχωρούσαν σε «ακρίτες» (laeti,
δηλαδή μη ελεύθερους Γερμανούς, συνήθως αιχμαλώτους πολέμου), γαίες κοντά στα σύνορα με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα η αυτοκρατορία είχε ήδη αρχίσει να προσλαμβάνει limitanei —στρατιώτες που όφειλαν να καλλιεργούν τις γαίες που τους είχαν παραχωρηθεί και να υπερασπίζονται τα σύνορα. Συχνά οχύρωναν τα αγροκτήματά τους.
Πίσω από αυτή τη γραμμή άμυνας δρούσαν «μετακινούμενες» στρατιωτικές μονάδες. Οι φόροι σε είδος που οφείλονταν στο κράτος συχνά διανέμονταν στους στρατιώτες και τους δημόσιους υπαλλήλους αδιακρίτως με τη μορφή σιτηρεσίου ή μισθού, και μόνο το πλεόνασμα στελνόταν στη Ρώμη. Έτσι, στη Γαλατία δημιουργήθηκε ένας μεικτός ή ρωμαιοκελτογερμανικός στρατός πολιτών αγροτών που κατά καιρούς λειτουργούσε περίπου ως εφεδρικός.


Ο Θεοδόσιος Α', ο λεγόμενος Μέγας (379-395), ήταν ο τελευταίος ηγεμόνας μιας ενωμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ανέλαβε την εξουσία υπό δυσμενείς συνθήκες: ο προκάτοχός του στη Δύση, ο Ουάλης, είχε χάσει τη ζωή του πολεμώντας κατά των Βησιγότθων. Ο Θεοδόσιος στάθηκε ικανός και δραστήριος ηγεμόνας, αλλά ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που αντιμετώπισε την πίστη στον χριστιανισμό ως στοιχείο της κρατικής πολιτικής, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια πολλών υπηκόων του και δημιούργησε πολιτικές ταραχές. Οι περισσότεροι διάδοχοί του στην Ανατολική αυτοκρατορία δεν διέθεταν τις δικές του ικανότητες, αλλά τουλάχιστον μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τις συχνά ολέθριες δραστηριότητες των Γερμανών, μερικές φορές στέλνοντάς τους στη Δύση για να πολεμήσουν ως σύμμαχοι των Ρωμαίων.


Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τον 5ο αιώνα οι Δυτικοί αυτοκράτορες ήταν ακόμα πιο σοβαρά, και οι ίδιοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να τα επιλύσουν. Οι περισσότεροι ήταν υποχείρια της αυλής και
των σωματοφυλακών τους. Το 406-407 οι Γερμανοί πέρασαν για τελευταία φορά τη μεθόριο του Ρήνου και προχώρησαν διαμέσου της Γαλατίας και της Ισπανίας. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες αποσύρθηκαν από τη Βρετανία για να ενισχύσουν την άμυνα των ηπειρωτικών περιοχών. Οι αυτοκράτορες του 5ου αιώνα δεν διέθεταν σαφή πολιτική για να διαλύσουν τη σύγχυση· περιορίστηκαν να δέχονται ομάδες Γερμανών ως συμμάχους (foederati, φοιδεράτοι) και μετά να τους στρέφουν ενάντια σε άλλους Γερμανούς.


Η εξουσία των κυβερνητών των επαρχιών είχε τόσο διαβρωθεί που χριστιανοί επίσκοποι είχαν αναλάβει την άμυνα, την εκπαίδευση και τη φροντίδα των απόρων στις πόλεις. Το 451 ο πάπας Λέων Α' «ο Μέγας» υπερασπίστηκε τη Ρώμη από τους Ούνους, ενώ η απόφαση του Αττίλα —ύστερα από την έκκληση του πάπα— να μην επιτεθεί στην πόλη θεωρήθηκε θαύμα. Η χρονολογία που δίνεται συνήθως για την πτώση της Δυτικής αυτοκρατορίας είναι το 476, όταν έχασε την εξουσία ο τελευταίος Δυτικός αυτοκράτορας πριν από τον Καρλομάγνο. Τα γεγονότα του 476 έχουν συμβολική σημασία, αλλά όχι επειδή η Ρώμη του Αυγούστου ή ακόμα και η Ρώμη του Διοκλητιανού δεν βρισκόταν πια στο προσκήνιο. Ο αυτοκράτορας Ρωμύλος Αυγουστύλος (Μικρός Ρωμύλος Αύγουστος, που πήρε τα ονόματα του θρυλικού ιδρυτή της Ρώμης και του πρώτου αυτοκράτορα) είχε ενδυθεί την αυτοκρατορική πορφύρα όταν ο πατέρας του Ορέστης —ένας Ρωμαίος που είχε διατελέσει γραμματέας του Αττίλα και αποστάτησε μετά το θάνατο του Ούνου αρχηγού— εκθρόνισε τον αυτοκράτορα Ιούλιο Νέπωτα. Το 476 ο Οδόακρος, ένας Ούνος που βρισκόταν στην υπηρεσία του Ανατολικού αυτοκράτορα Ζήνωνα, συμμάχησε με τον Ρωμύλο Αυγουστύλο και, αφού τον εκθρόνισε, δολοφόνησε τον Ορέστη και εξαγόρασε τον Ζήνωνα.






Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία σε Ευρώπη των γερμανικών διάδοχων βασιλείων. Μολονότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τον 5ο αιώνα ήταν ραγδαίες, πουθενά δεν σημειώνεται κάποιο απότομο ρήγμα. Ορισμένες όψεις του ρωμαϊκού πολιτισμού συνέχισαν υποσυνείδητα να επηρεάζουν όλους τους κατοίκους της αλλοτινής αυτοκρατορίας και να εμπνέουν συνειδητά τους ηγέτες τους. Οι περισσότεροι νέοι ηγεμόνες της Ευρώπης πίστευαν ότι είναι διάδοχοι των Ρωμαίων και αν εμείς τους θεωρούμε περισσότερο διαδόχους του Ρωμύλου Αυγουστύλου παρά του Κωνσταντίνου, τουλάχιστον πριν από τον 8ο αιώνα, ωστόσο αυτή η εντύπωση δεν ήταν προϊόν αυταπάτης. Οι άνθρωποι αυτοί εξιδανίκευαν, αλλά αναπόφευκτα τροποποιούσαν, αρκετά στοιχεία της κληρονομιάς της Ρώμης και άφηναν άλλες πτυχές των ρωμαϊκών επιτευγμάτων να παραμεριστούν είτε από αδιαφορία είτε από καθαρή ανικανότητα. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, το αποτύπωμα της Ρώμης στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν έντονο.


Ήδη τον 6ο αιώνα το ανατολικό τμήμα είχε γίνει εν πολλοίς ελληνικό· με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, που χρησιμοποιούσε τη λατινική γλώσσα, σημειώνεται μια συντηρητική αταβιστική στροφή. H πνευματική παραγωγή της ελληνικής Αρχαιότητας έφτασε στη Δύση κυρίως μέσω των μουσουλμάνων και όχι μέσω των Βυζαντινών. Η ειρωνεία είναι ότι μολονότι τον 5ο αιώνα οι Βυζαντινοί επιτάχυναν το πολιτικό τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στέλνοντας τους Γότθους στα δυτικά, στη συνέχεια, και χωρίς να έχουν τέτοια πρόθεση, προστάτευσαν τη Δύση από τους Σλάβους, τους Τούρκους και τους Μογγόλους. Η φυλετική και η γλωσσική συνέχεια είναι δύο προφανείς όψεις της συνεχιζόμενης ρωμαϊκής παρουσίας στη Δύση. Προς τα νότια, οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν μαζικά μόνο μέχρι τον ποταμό Λίγηρα. Οι μικρότερες φυλές, όπως οι Βουργουνδοί και οι Βησιγότθοι, σεβάστηκαν το δικαίωμα των Ρωμαίων να χρησιμοποιούν το δικό τους δίκαιο. Οι Γερμανοί αριστοκράτες προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους μέσω επιγαμιών με τοπικές ρωμαϊκές συγκλητικές οικογένειες. Πολλές επιφανείς γαλατορωμαϊκές οικογένειες διατηρήθηκαν μέχρι τον 8ο αιώνα και λιγότερες μέχρι τον 9ο. Ως τον 7ο αιώνα τα ανώτερα στρώματα του χριστιανικού κλήρου αποτελούνταν κυρίως από Ρωμαίους αριστοκράτες· από τότε το ρωμαϊκό στοιχείο υποχωρεί και το αντικαθιστούν Γερμανοί, που προφανώς είχαν εκπαιδευτεί από Ρωμαίους. Οι τελευταίοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν δώσει εντολή στους γαιοκτήμονες να παρέχουν «φιλοξενία» [hospitalitas] σε όσους Γερμανούς συνέβαινε να είναι σύμμαχοί τους τη συγκεκριμένη στιγμή: κατά το νόμο, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παρέχουν κατάλυμα στα στρατεύματα και να τους παραδίδουν το ένα τρίτο της συγκομιδής του γαιοκτήματος. Αν και φαίνεται ότι ορισμένοι Γερμανοί ερμήνευσαν αυτή την εντολή ως παροχή του δικαιώματος να ιδιοποιηθούν αυτό το ποσοστό γης, τα περισσότερα ρωμαϊκά latifundia δεν καλλιεργούνταν αδιάλειπτα σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Στις γερμανικές ιδιοκτησίες (villae), που οργανώθηκαν κοντά στα εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά γαιοκτήματα, συνήθως τα οικήματα ήταν διαφορετικά και συχνά η διάταξη των αγροτεμαχίων είχε τροποποιηθεί, καθώς οι τετραγωνισμένοι αγροί των Ρωμαίων απέκτησαν πιο επίμηκες και συχνά ακανόνιστο σχήμα. Η νομική κοινωνική θέση των Γαλατορωμαίων κολωνών φαίνεται ότι διατηρήθηκε στη νότια Ευρώπη σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Αν και ο όρος κολωνός (colonus) απαντά σε αγροτικά έγγραφα της καρολίγγειας περιόδου για πρόσωπα που η θέση τους ήταν παρόμοια με τη θέση των Ρωμαίων κολωνών, οι κολωνοί του Μεσαίωνα δεν ήταν κατά το νόμο ελεύθεροι. Από τον 4ο αιώνα, ο Ρωμαίος αγρότης ενοικιαστής δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη γη του, αλλά δεν ήταν δεμένος με το πρόσωπο του γαιοκτήμονά του. Παρέμενε ελεύθερος, αλλά η ρωμαϊκή αντίληψη περί ελευθερίας ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας: τα ελεύθερα άτομα είχαν υποχρεώσεις, ιδίως την καταβολή φόρων και την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο ορισμός της ελευθερίας δεν παρέπεμπε όπως σήμερα στο αυτονόητο δικαίωμα της απαλλαγής από ορισμένες ενοχλήσεις. Επομένως, οι Ρωμαίοι κολωνοί ήταν τυπικά ελεύθεροι, και ας μην μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γη τους.


Οι πολυάριθμοι γαλατορωμαϊκοί πληθυσμοί της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης ακολουθούσαν τους κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου, παρά τις ενδεχόμενες παρερμηνείες τους από τους Γερμανούς
ηγεμόνες. Παραδόξως, το ρωμαϊκό δίκαιο ως συνεκτικό κρατικό νομικό σύστημα άσκησε περισσότερη επίδραση στο μεσαιωνικό και το σύγχρονο δίκαιο απ' ό,τι στους ίδιους τους Ρωμαίους.
Στα χρόνια της ύστερης αυτοκρατορίας η νομοθεσία ήταν χαώδης. Τα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν ισχύ μόνο στην επικράτεια του ηγεμόνα που τα εξέδιδε, ενώ πολλά αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες κοινότητες. Η κρίση των δικαστών επίσης θεωρούνταν ότι καθιέρωνε νομικό προηγούμενο. Εντούτοις, μολονότι οι δικαστές είχαν υψηλό κύρος, δεν ήταν απαραίτητο να είναι και γνώστες του νόμου, ενώ πολλοί κατείχαν και άλλα αξιώματα και η δικαστική τους δραστηριότητα δεν ήταν παρά πάρεργο. Κάθε αυλή έπρεπε να διαθέτει έναν εμπειρογνώμονα στο δίκαιο, που τον διάλεγαν ανάμεσα στους τοπικούς νομομαθείς, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι στην τέχνη της ρητορικής. Μόνο από τα τέλη του 4ου αιώνα, και παρά τη σθεναρή τους αντίδραση, υποχρεώθηκαν και οι δικηγόροι να σπουδάζουν το νόμο. Οι νοτάριοι, που ο ρόλος τους ήταν ανάλογος με των σύγχρονων συμβολαιογράφων, προετοίμαζαν τις υποθέσεις και συνέτασσαν διαθήκες και συμβόλαια. Καθώς οι αυτοκράτορες εξέδιδαν μυριάδες διατάγματα και οι νομομαθείς έκαναν αναρίθμητες γνωμοδοτήσεις, που συχνά έρχονταν σε αντίφαση με την κρίση των προγενεστέρων τους, το δίκαιο έγινε ένα συνονθύλευμα που συνέβαλε στη σύγχυση και τη φαυλότητα του ύστερου ρωμαϊκού κράτους.


Ό,τι και αν φαινόταν πως έλεγε ο νόμος, μια δωροδοκία προς τον δικαστή ή μια εύστοχη επιλογή συνηγόρου μπορούσε να τον τροποποιήσει. Η κωδικοποίηση των νόμων είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη. Το 438 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' εξέδωσε τον Θεοδοσιανό Κώδικα, όπως θα γινόταν αργότερα γνωστός, που περιλάμβανε όσα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν θεσπιστεί από το 312. Την οριστική όμως σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου την πραγματοποίησε ο ανατολικός αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565), ο οποίος το 528 ανέθεσε σε μια επιτροπή νομομαθών να εξετάσει τη νέα νομοθεσία, που αποτελούνταν από διατάγματα των τελευταίων αυτοκρατόρων, και να άρει τις αντινομίες. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κώδικας. Το 530 μια νέα επιτροπή συνέταξε τον Πανδέκτη (Digesta ή Pandectae) συνδυάζοντας την παλαιά νομοθεσία (τα νομοθετήματα της Δημοκρατίας και της πρώιμης Αυτοκρατορίας, διατάγματα της συγκλήτου και γνωμοδοτήσεις νομομαθών). Ο Πανδέκτης θα έπαιζε πιο καθοριστικό ρόλο απ' ό,τι ο Κώδικας, καθώς στηρίχτηκε σε διάφορες πηγές και ήταν μια πιο επιμελημένη σύνοψη νομικών αρχών. Οι πολύ συντομότερες Εισηγήσεις (Institutiones) ήταν εγχειρίδια για σπουδαστές, ενώ οι Νεαρές (νέα νομοθετήματα, Novellae) εκδίδονταν περιοδικά από τον Ιουστινιανό και άλλους αυτοκράτορες. Αυτή η λαμπρή σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου επονομάστηκε Κώδικας του αστικού δικαίου (Corpus juris civilis) ή, σύμφωνα με μια λιγότερο ακριβή απόδοση, Ιουστινιάνειος Κώδικας.


Οι Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει λιθόστρωτες οδούς σε όλη την Ευρώπη δυτικά των limes, συχνά με την απλή λιθόστρωση των παλαιότερων κελτικών δρόμων. Ακόμα και στη Βρετανία, τη λιγότερο
εκρωμαϊσμένη από τις δυτικές επαρχίες, κατασκευάστηκαν πάνω από 6.000 μίλια οδικού δικτύου για τη σύνδεση των οχυρών με τις civitates. Αν και στις αρχές του Μεσαίωνα η συντήρηση των
δρόμων ήταν ελλιπής, τελικά αυτοί αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του χερσαίου εμπορίου. Οι Ρωμαίοι έχτισαν πόλεις σε όλη τη Γαλατία ως διοικητικά κέντρα των civitates, συχνά σε τόπους
όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις φυλών. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν μια ρήξη στη συνέχεια των οικισμών στις περισσότερες ρωμαϊκές τοποθεσίες, που διήρκεσε τουλάχιστον μια γενιά στον 5ο αιώνα και στις αρχές του 6ου, ενώ ορισμένοι οικισμοί εξαφανίστηκαν εντελώς. Έκτοτε, ο επίσκοπος και οι κληρικοί του επέστρεψαν, επανίδρυσαν τη «διοίκηση», και συγκρότησαν τον πυρήνα ενός μικρού οικισμού, συχνά στη λιγότερο ευπρόσβλητη γωνιά του παλαιού ρωμαϊκού τείχους. Αγροτικά χωριά ιδρύθηκαν σε άλλες θέσεις μέσα στο ευρύτερο πρώην αστικό συγκρότημα. Ορισμένες ρωμαϊκές civitates, όπως η Κολονία και το Παρίσι, εξελίχτηκαν σε σημαντικές πόλεις στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Μερικές, όπως η Βόννη, επανοικήθηκαν αλλά παρέμειναν δευτερεύουσες, ενώ άλλες διατηρήθηκαν ως επισκοπικές έδρες αλλά δεν αναπτύχθηκαν επειδή η θέση τους δεν ήταν ευνοϊκή για το εμπόριο. Οι ρωμαϊκοί οικισμοί που εξελίχτηκαν σε σημαντικές μεσαιωνικές πόλεις δεν ήταν όλοι civitates. Ορισμένα μικρότερα κέντρα, που οι Ρωμαίοι τα είχαν οχυρώσει ως στρατόπεδα τον 3ο και τον 4ο αιώνα, επεκτάθηκαν πέρα από τα ρωμαϊκά τείχη τους και έγιναν σημαντικές πόλεις. Αν και αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούσαν τον κανόνα, το ρωμαϊκό αποτύπωμα στο χάρτη των πόλεων της μεσαιωνικής Ευρώπης είναι ευκρινέστατο: με μοναδική εξαίρεση τη Βενετία, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την ενδοχώρα που διέφυγαν από τους Οστρογότθους, καμία πόλη δεν αναπτύχθηκε από πυρήνα που πρωτοκατοικήθηκε στη διάρκεια των γερμανικών μεταναστεύσεων. Όλες οι άλλες μεσαιωνικές πόλεις είτε κατοικούνταν συνεχώς από τη ρωμαϊκή περίοδο είτε ήταν προσωρινώς εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά ερείπια που επανοικήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα.




Οι συνθήκες στις αρχές του 11ου αιώνα.

Η Ευρώπη στις αρχές του 11ου αιώνα εισέρχεται σε μια περίοδο σχετικής ειρήνης και ευημερίας. Η αναταραχή που προκάλεσαν οι εισβολείς του 9ου και 10ου αιώνα (Μαγυάροι, Άραβες, Νορμανδοί) έχει αρχίσει να καταλαγιάζει, καθώς οι εισβολείς είτε έχουν εγκατασταθεί είτε έχουν απωθηθεί.
Την ίδια περίοδο παρατηρείται μια σημαντική αύξηση του αριθμού των κατοίκων, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δημογραφική «έκρηξη». Η αύξηση αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ελλείψει των κατάλληλων πηγών, γίνεται όμως έμμεσα αισθητή μέσα από δεδομένα όπως από την πυκνότητα των νεκροπόλεων και από παρατηρήσεις που έγιναν σε κοιμητήρια όπου διαπιστώνεται η αύξηση του μέσου όρου ζωής. Αριθμητικά, ο Ράσελ προσδιορίζει αυτήν την αύξηση από τα 23 εκατομμύρια το 950 στα 50 εκατομμύρια το 1300 και ο Μπένετ από 42 εκατομμύρια το έτος 1000 σε 69 εκατομμύρια το 1250. Η μείωση κατά 19 εκατομμύρια που διαπιστούται οφείλεται στον λοιμό της πανώλης, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της ηπείρου. Για τα αίτια της γενικά παρατηρούμενης δημογραφικής αύξησης υπάρχουν πολλές απόψεις:

1) Προφανώς η σχετική ηρεμία που ακολούθησε την ταραγμένη περίοδο των εισβολών περιόρισε τον αριθμό των θανάτων, όπως προτείνει ο Ζωρζ Ντυμπύ.

2) Ο Ρομπέρ Φοσιέ υποστηρίζει πως βασική αιτία της αύξησης του πληθυσμού ήταν η σημαντική κλιματολογική μεταβολή που παρατηρήθηκε από τον 10ο αιώνα, η οποία είχε θετικά αποτελέσματα στην Δυτική Ευρώπη, όπως την άνοδο της στάθμης των υδάτων, βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και τακτική ηλιοφάνεια. Οι καλύτερες σοδειές που συνεπάγονται αυτές οι αλλαγές, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι πρόσκαιρες κλιματολογικές εκδηλώσεις (ξηρασία, πλημμύρες) συνεχίζουν να προκαλούν λιμούς.
Παρατηρώντας το γεγονός ότι αυτή η δημογραφική αύξηση δεν εντοπίζεται σε μια μικρή χρονική περίοδο, αλλά συνεχίζεται και τους επόμενους δύο αιώνες, είναι φανερό ότι οι όποιες αλλαγές συνετέλεσαν στην αύξηση του πληθυσμού από τον 10ο αιώνα, δεν είναι και οι αποκλειστικές αιτίες αυτής της αύξησης.

3) Όπως αναφέρουν και οι Bernstein και Milz, η αύξηση της αγροτικής παραγωγής αποδόθηκε από ιστορικούς και στην τεχνολογική εξέλιξη της αγροτικής οικονομίας (πετάλωμα και λαιμαριά για τα άλογα, ζυγοτράχηλος για τα βόδια, υδρόμυλος, εξέλιξη της μεταλλουργίας). Πολλές όμως από αυτές τις τεχνολογικές γνώσεις είχαν κατακτηθεί και πριν από τον 10ο αιώνα, ή ακόμα και από την αρχαιότητα, αλλά η χρήση τους δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη.

Σύμφωνα λοιπόν με τους Bernstein και Milza, η αυξανόμενη ζήτηση ήταν αυτή που ώθησε στη διάδοση και την εξέλιξη των τεχνικών αυτών και όχι η τεχνολογική εξέλιξη την αύξηση της παραγωγής. Αυτή όμως η αύξηση ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού και χωρίς αυτήν δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για δημογραφική έκρηξη.
4) Συνεπώς, η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί ένα ακόμα, αν όχι άμεσο, έμμεσο αίτιο της αύξησης του πληθυσμού. Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφέρουμε τη διαδικασία ανάδρασης που δημιουργείται υπό ευνοϊκές συνθήκες όπως η σχετική ειρήνη και οι καλές κλιματολογικές συνθήκες: η αύξηση του πληθυσμού ωθεί σε αύξηση της παραγωγής με διάφορα μέσα (όπως οι εκχερσώσεις). Οι αλλαγές αυτές με τη σειρά τους οδηγούν σε νέα αύξηση του πληθυσμού, καθώς μεγαλύτερος πληθυσμός μπορεί να τραφεί ικανοποιητικά αλλά έχει και στη διάθεσή του περισσότερα μέσα (αλλά και ανάγκη) για αύξηση της παραγωγής.







Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα η Μεσόγειος ταλαιπωρείται από τις επιδρομές των Σαρακηνών, Οι Bernstein και Milza αναφέρουν πως «παντού όπου επικρέμαται η απειλή των Σαρακηνών οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα παράλια για να καταφύγουν στα υψώματα». Η ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο δεν είναι ασφαλής καθώς οι Άραβες κατακτούν τις Βαλεαρίδες, την Κορσική και την Σικελία, το 932 κατακτούν την Γένοβα και φτάνουν μέχρι τους αυχένες των Άλπεων. Στη Βόρεια Θάλασσα και τον Ατλαντικό, οι σκανδιναβικές επιδρομές δημιουργούν κι εκεί ανασφάλεια. Οι Σκανδιναβοί λεηλατούν τα παράλια, εγκαθιστούν στρατόπεδα στις εκβολές των ποταμών και ανεβαίνοντας τους ποταμούς φτάνουν μέχρι και σε πολιορκίες πόλεων. Στα ανατολικά, γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα, οι Μαγυάροι, πιεζόμενοι από τους Πετσενέγκους Τούρκους, μετακινούνται δυτικά και εξαπολύουν φονικές και ληστρικές επιδρομές σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Είναι φανερό ότι οι συνθήκες στην Ευρώπη του 9 ου και 10ου αιώνα δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου. Παρ' όλα αυτά, ήδη από αυτήν την περίοδο παρατηρούνται ενδείξεις αναβίωσης του εμπορίου.

Ο Maurice Lombard αποδίδει την οικονομική αφύπνιση της Δυτικής Ευρώπης στον αντίκτυπο που είχε η διαμόρφωση του μουσουλμανικού κόσμου. Ένας κόσμος με αστικές καταναλωτικές μητροπόλεις, η ζήτηση των οποίων για πρώτες ύλες και εμπορεύματα ενισχύει τις εμπορικές συναλλαγές, αντίθετα με την προφανή άποψη που θεωρεί την αραβική κυριαρχία στη Μεσόγειο ως μια από τις αιτίες στάσης του εμπορίου.
Οπωσδήποτε η γενικότερη ανασφάλεια στη Μεσόγειο (αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη) δεν ευνόησε το εμπόριο. Το σχετικά περιορισμένο όμως εμπόριο με τις μουσουλμανικές μητροπόλεις (όπως περιγράφεται από τον Le Goff) φαίνεται να επέδρασε ως μεταφορά (ή διατήρηση) «τεχνογνωσίας»: Όταν οι συνθήκες γίνανε πιο ευνοϊκές για την ανάπτυξη του εμπορίου, οι έμποροι της Δύσης ήταν σε θέση να κατανοήσουν τις δυνατότητες που τους έδινε η επιστροφή της ασφάλειας στους εμπορικούς δρόμους και να δώσουν μια πιο άμεση ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου δηλαδή το εμπόριο θα ήταν πολύ πιο περιορισμένο, θα χρειαζόταν λογικά περισσότερος χρόνος για μια αισθητή ανάκαμψη.

Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού καθώς και η ανάκαμψη του εμπορίου αποτέλεσαν τις βάσεις της ανάπτυξης των πόλεων από τον 11ο εώς τον 13ο αιώνα. Υπήρξαν και άλλοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ανάπτυξη, πολλές φορές μάλιστα διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Οι δύο αυτές αλλαγές όμως φαίνεται πως υπήρξαν απαραίτητες προϋποθέσεις για αυτήν την ανάπτυξη.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού συνοδεύεται από ένα κύμα εκχερσώσεων, καθώς παρ' όλη τη βελτίωση των σοδειών υφίσταται η ανάγκη μεγαλύτερων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Οι εκχερσώσεις αποτελούν αρχικά μικρής έκτασης πρωτοβουλίες αγροτών, αργότερα όμως (τέλη 11ου αιώνα) ιδρύονται πολλές «νέες πόλεις» με προσχεδιασμένο τρόπο. Οι γαιοκτήμονες βλέπουν θετικά τις εκχερσώσεις, μια και τους αποφέρουν εισόδημα από εδάφη που μέχρι τότε δεν ήταν παραγωγικά. Έτσι, αρχικά ενθαρρύνουν τις εκχερσώσεις προσφέροντας ευνοϊκούς όρους χρήσης της γης (όπως σταθερό ενοίκιο) σε αυτούς που θα αναλάμβαναν να εκχερσώσουν ή να αποξηράνουν γη και μετά να την καλλιεργήσουν.

Η αύξηση της παραγωγής δίνει πλέον τη δυνατότητα στους αγρότες να δημιουργούν κάποια αποθέματα, τα οποία μπορούν να ανταλλαχθούν στην κοντινή πόλη με προϊόντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι οι αγρότες έρχονται σε επαφή με την ανταλλακτική οικονομία. Καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται και το μέγεθος των πόλεων, οι πόλεις αλληλεπιδρούν με το αγροτικό τους περιβάλλον. Οι εκχερσώσεις και η απόδοση γύρω από τις πόλεις αυξάνονται για να καλύψουν τις ανάγκες των πόλεων και οι πόλεις μεγαλώνουν μέσα στο ευνοϊκό για αυτές αγροτικό περιβάλλον, προσελκύοντας ταυτόχρονα και ανθρώπους από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Η αγροτική ανάπτυξη δεν είναι δηλαδή πλέον μόνο αίτιο ανάπτυξης των πόλεων, αλλά και αποτέλεσμα αυτής. Παρ' όλο λοιπόν που «...το τείχος μιας πόλης είναι σύνορο, και μάλιστα το πιο ισχυρό που γνώριζε εκείνη η εποχή», η πόλη και η ύπαιθρος γύρω της αναπτύσσονται παράλληλα, τόσο πληθυσμιακά όσο και οικονομικά, ανταλλάσσοντας προϊόντα, χρήμα και ανθρώπους. Οι Bernstein και Milza επιχειρηματολογούν σε μάκρος ενάντια στις απόψεις του Πιρέν. Τόσο ενάντια στην άποψη ότι η κυριαρχία των Αράβων στη Μεσόγειο αποτέλεσε το κύριο αίτιο της επιβράδυνσης του εμπορίου της Δύσης, όσο και στην άποψη ότι υπήρξε μια ρήξη στην πληθυσμιακή συνέχεια των πόλεων, με την εμπορική δραστηριότητα να ανακάμπτει με πρωταγωνιστές ξένους εμπόρους που εγκαθίστανται κοντά στις παλιές πόλεις. Το σημαντικό όμως, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, είναι ότι η ανάπτυξη των πόλεων δεν θα μπορούσε να γίνει όσο το εμπόριο συναντούσε δυσκολίες. Οι πόλεις, με την μορφή που πήραν την συγκεκριμένη περίοδο, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αυτόνομα όπως οι χωροδεσποτείες ή οι πόλεις του πρώιμου Μεσαίωνα. Η αύξηση, κατ' αρχάς, του πληθυσμού τους απαιτεί την τόνωση του τοπικού εμπορίου με τις γύρω αγροτικές περιοχές. Από την άλλη, η φύση των δραστηριοτήτων που συγκεντρώνουν προϋποθέτει την ανάπτυξη του εμπορίου, τόσο του τοπικού όσο και του πιο μακρινού. Ενώ οι πόλεις του πρώιμου Μεσαίωνα, όπως αναφέρει ο Le Goff, οφείλουν την σημασία τους σε μια διοικητική λειτουργία (που σιγά σιγά ατροφεί) ή στην παρουσία ενός επισκόπου, οι πόλεις του μέσου Μεσαίωνα βασίζονται στις υπηρεσίες προς την ανταλλακτική οικονομία (για παράδειγμα τραπεζίτες) και αργότερα στην παραγωγική τους δραστηριότητα, καθώς αρχίζει να αναπτύσσεται η βιοτεχνία. Το γεγονός ότι οι πιο έντονα αστικοποιημένες περιοχές βρίσκονται εκεί όπου καταλήγουν εμπορικοί (χερσαίοι και θαλάσσιοι) δρόμοι, αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τον ρόλο του εμπορίου στην ανάπτυξη των πόλεων.

Πέρα από τις αλλαγές που αποτέλεσαν την βάση και έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των πόλεων, υπήρξαν και άλλοι επιμέρους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη συγκεκριμένων πόλεων. Λόγοι όπως η εγκατάσταση ενός μοναστηριού, η ανάγκη για ειρήνη και ασφάλεια, ή στρατηγικοί λόγοι, όπως ο γερμανικός εποικισμός που οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων στα ανατολικά.
Η ανάπτυξη των πόλεων συνδυάζεται με την εμφάνιση μιας νέας τάξης, της τάξης που η ύπαρξή της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των δραστηριοτήτων των σχετικών με το χρήμα. Οι έμποροι και οι τραπεζίτες αποκτούν οικονομική δύναμη και οι νέες δραστηριότητες απαιτούν ένα είδος διοίκησης που το μέχρι τότε φεουδαρχικό σύστημα, βασισμένο πάνω στην ιδιοκτησία της γης και σε μια αγροτική οικονομία με ελάχιστες συναλλαγές, αδυνατεί να προσφέρει.

Η νέα αυτή «αστική» τάξη δεν έρχεται σε άμεση αντίθεση με την φεουδαρχική χωροδεσποτεία και την αριστοκρατία, τους μέχρι τότε δηλαδή φορείς της εξουσίας. Είναι όμως αναγκαία μια μετατόπιση εξουσιών που θα εξυπηρετεί καλύτερα τις νέες λειτουργίες της πόλης. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο πολλές πόλεις να διεκδικούν και να αποσπούν λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης. Οι διεκδικήσεις αυτές σε πολλές πόλεις προέρχονται από μια ένωση κατοίκων δεμένων με όρκο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι πόλεις με τις πιο διευρυμένες ελευθερίες να αποκαλούνται «κοινότητες» ή «κομμούνες» και ο Le Goff αναφέρεται σε ένα «κίνημα αστικών κοινοτήτων». Το γεγονός ότι σε πολλές πόλεις συμμετείχε στην κοινότητα ολόκληρος ο αστικός πληθυσμός, καθώς και κάποια μεμονωμένα βίαια επεισόδια όπως η περίπτωση του επισκόπου της Λαν, μπορούν εκ πρώτης όψεως να δώσουν την εντύπωση ότι την συγκεκριμένη περίοδο εκδηλώθηκε μια «επανάσταση τωναστών».

Μια πιο προσεκτική ματιά όμως επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τελικά η αστική τάξη δεν έρχεται σε ρήξη με τις φεουδαρχικές δομές εξουσίας της υπαίθρου. Όπως αναφέρουν οι Bernstein και Milza, οι παλιοί φορείς της εξουσίας - επίσκοποι, εφημέριοι, κληρικοί των καθεδρικών ναών, μοναχοί, χωροδεσπότες, ιππότες, πρωτότοκοι γιοί ευγενών οικογενειών που μετανάστευσαν στην πόλη – συνυπάρχουν με τη νέα άρχουσα τάξη. Παράλληλα, υπάρχει μια ταξική διαστρωμάτωση που οφείλεται στις μεγάλες διαφορές της περιουσίας. Δίπλα στην αστική αριστοκρατία και στους πλούσιους μεγαλέμπορους αστούς, δημιουργείται μια «μεσοαστική» τάξη που αποτελείται από βιοτέχνες, μικρεμπόρους, γραφιάδες κ.α. Τεχνίτες και υπάλληλοι αποτελούν τον «κοσμάκη» (popolo minuto) και ακόμα πιο κάτω οι απόκληροι της αστικής κοινωνίας - ξεριζωμένοι αγρότες, δραπέτες, θύματα του λοιμού ή της ανασφάλειας κλπ. Φαίνεται λοιπόν ότι στις περισσότερες πόλεις κυριαρχούσε μια ολιγαρχία εύπορων εμπόρων, η οποία δεν συγκρούεται με την παλιά αριστοκρατία για ν’ αποκτήσει προνόμια και ελευθερίες, αλλά συνεργάζεται με αυτή για τη διατήρησητης ισχύος στα χέρια των πλουσιότερων.

Σε κάθε περίπτωση λοιπόν η εξουσία, ακόμη και μετά την εμφάνιση του κοινοτικού κινήματος, παραμένει στα χέρια μιας ολιγαρχίας που προέρχεται από τη συνεργασία της αριστοκρατίας της γης και της νέας «αριστοκρατίας του χρήματος» και η οποία αποτελεί μέρος του φεουδαρχικού συστήματος χωρίς να έρχεται σε αντίθεση μαζί του. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει ένα σημείο που τραβάει την προσοχή και που προαναγγέλει τον ρόλο που θα παίξουν οι πόλεις αργότερα.



Η φεουδαρχία, ως σύστημα, έχει αγροτική βάση. Είναι ένα σύστημα κατοχής και εκμετάλλευσης γης. Το φέουδο είναι σχεδόν πάντα γη. Όπως είδαμε, η ανάπτυξη των πόλεων μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα λειτουργεί φεουδαρχικά, καθώς η ολιγαρχική εξουσία της νέας αστικής τάξης επεκτείνει την κυριαρχία της στις γύρω περιοχές. Ο Le Goff αναφέρει ότι το φεουδαρχικό σύστημα αποκλείει λίγο πολύ τον όρο της ιδιοκτησίας ως δικαίωμα χρήσης και κατάχρησης και με αυτήν την έννοια έρχεται σε αντίθεση με την εκχρηματισμένη οικονομία και το σύστημα της αστικής κατοχής, κυρίως όσον αφορά την κινητή περιουσία. Μπορεί λοιπόν οι πόλεις και η νέα αστική τάξη να μην έρχονται σε άμεση αντίθεση με το φεουδαρχικό σύστημα, η ύπαρξή του όμως θέτει νέα ζητήματα τα οποία θα παίξουν ρόλο στις αλλαγές που θα ακολουθήσουν αργότερα, προς το τέλος του Μεσαίωνα. Μακροπρόθεσμα, η αστική τάξη θα υπονομεύσει την φεουδαρχία. Αλλά κατά την περίοδο που εξετάζουμε, αυτό απέχει ακόμα πολύ. Η νέα άρχουσα τάξη των αστών ενσωματώνεται στο υπάρχον φεουδαρχικό σύστημα, επιβάλλοντας την κυριαρχία της στη γύρω περιοχή και στους μικρούς χωροδεσπότες και υποκαθιστώντας στην πόλη την παραδοσιακή εξουσία του ηγεμόνα με μια ολιγαρχική εξουσία.



Άρθρο του Γιώργου Μαργαρίτη
καθηγητή Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


Πριν από πολλούς πολλούς αιώνες, καθώς ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρεε κάτω από πολύμορφες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, η μεσογειακή αρχαιότητα είδε τις ακτές της να χωρίζονται σε αντίπαλους κόσμους.


Η μεγάλη κλειστή θάλασσα, η Μεσόγειος, ήταν για τον αρχαίο κόσμο ένας μεγάλος ποταμός, ένα είδος θαλάσσιου Νείλου θα λέγαμε, που επέτρεπε στον ρωμαϊκό κόσμο να εμπορεύεται, να μετακινείται, να ενοποιείται, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά.


Κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν. Στις βόρειες ακτές της Μεσογείου και στην ενδοχώρα τους, η ανερχόμενη φεουδαρχία περιόρισε στο ελάχιστο το εμπόριο και συνακόλουθα τις πόλεις και έκλεισε την οικονομία σε παραγωγικούς μικρόκοσμους, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από πολύπλοκες σχέσεις γεμάτες κανόνες εξάρτησης, υποχρέωσης, υποταγής.

Ηταν κάτι το ολότελα ξένο για έναν αρχαίο κόσμο που, στην κλασική, την ελληνιστική ή τη ρωμαϊκή του εκδοχή, είχε αρθρωθεί γύρω από τους δρόμους του εμπορίου, τους σταθμούς των καραβανιών και, προπαντός, τα λιμάνια της κλειστής θάλασσας.


Κατά μήκος των δρόμων αυτών, με τρόπο εκρηκτικά δυναμικό γεννήθηκε, αρθρώθηκε και μεγαλούργησε ο ισλαμικός κόσμος. Κράτησε από τη θνήσκουσα μεσογειακή αρχαιότητα τα βασικά της χαρακτηριστικά, μεταπλάθοντάς τα στις νέες συνθήκες: την «Ούμα» –την αδελφότητα–, κατάλοιπο της αρχαίας πόλης και του δήμου που την κυβερνούσε, το «Σουκ», την αγορά, το φόρουμ, στο κέντρο των πόλεων. Και, όπως ο αρχαίος κόσμος, ρίχτηκε στην οικοδόμηση λαμπρών πόλεων, εκεί όπου το εμπόριο θα στάθμευε και θα διαχεόταν. Στον απέναντι Βορρά αρκούσαν τα χωριά.


Οι δύο κόσμοι χωρίστηκαν αποφασιστικά και η Μεσόγειος, από θάλασσα που ένωνε έγινε τάφρος φρουρίου που χώριζε ορκισμένους εχθρούς. Οταν οι εικονομάχοι Αραβες επένδυαν χρυσό και ασήμι στις εμπορικές τους δραστηριότητες ανανεώνοντας τα νομισματικά συστήματα της αρχαιότητας –το dirham (δραχμή) και το dirhem (δηνάριο)– οι εικονολάτρες χριστιανοί του Βορρά αποθησαύριζαν τα δικά τους πολύτιμα μέταλλα στα μοναστήρια και τους ναούς, ενδιαφερόμενοι για τον κόσμο του Θεού περισσότερο απ’ ό,τι για τον δικό τους κόσμο.


Για πολλούς αιώνες οι σχέσεις χριστιανών-Ευρωπαίων και μουσουλμάνων-Αράβων επικεντρώνονταν στον μεταξύ τους πόλεμο σε όλο το μήκος και το πλάτος της Μεσογείου. Το κύμα των αραβικών κατακτήσεων εξαντλήθηκε εκεί όπου τελείωναν οι δρόμοι του μεγάλου εμπορίου και η χριστιανική αντεπίθεση ξεκίνησε με τη Reconquista στην Ιβηρική Δύση και τις Σταυροφορίες στην Ανατολή. Σκληρός και αμφίρροπος αγώνας που κρίθηκε μόλις στον 19ο αιώνα, όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έδωσε στη χριστιανική Ευρώπη ακαταμάχητα οικονομικά, δημογραφικά και στρατιωτικά επιχειρήματα.

Για λίγες δεκαετίες ο αραβικός κόσμος κατακτήθηκε και αποικιοποιήθηκε από τους Ευρωπαίους, χωρίς ποτέ να υποταχθεί σε αυτούς. Από τον Μαχντί, τον Μουχτάρ Ομάρ ώς τον Νάσερ, πάντα υπήρχε κάποιος να τα βάλει με τους «Δυτικούς». Στο μεταξύ, ο κόσμος άλλαζε και προοδευτικά τα πλεονεκτήματα της Ευρώπης χάνονταν. Στα δικά μας χρόνια τα δημογραφικά δεδομένα, τα στρατιωτικά συνακόλουθα, γύρισαν προς την πλευρά των Αράβων.


Η υπόθαλψη και η πρόκληση της «αραβικής άνοιξης» ήρθε σε αυτή τη δυσμενή συγκυρία. Η κεντρική ιδέα έμοιαζε εξαιρετική –έτσι συνήθως γίνεται στο ξεκίνημα φιλόδοξων πολιτικών σχεδίων. Η Ευρώπη –ενιαία πλέον μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου–, με την απαραίτητη βοήθεια των ΗΠΑ, θα κατέστρεφε τα αραβικά καθεστώτα που κρατούσαν αποστάσεις από τη «Δύση».

Θα επαναλάμβανε με τον τρόπο αυτό τη μεγάλη της επιτυχία του 1990 –την ανατροπή των Λαϊκών Δημοκρατιών– και την προσαρμογή των χωρών αυτών στον καπιταλιστικό τρόπο ζωής διαμέσου των «πορτοκαλί επαναστάσεων». Με την εκτατική διεύρυνση του ευρωπαϊκού και αμερικανικού καπιταλισμού, θα ξορκιζόταν για λίγο καιρό ακόμα η κρίση.

Η δημογραφία –όπως και πολλά άλλα– πρόδωσε τους σχεδιασμούς. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε εκατό χρόνια νωρίτερα, ετούτη τη φορά οι «Δυτικοί» δεν είχαν ούτε το δημογραφικό ούτε το στρατιωτικό βάρος για να κατακτήσουν τα κράτη αυτά. Το πληθυσμιακό άθροισμα Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρίας, Λιβύης φτάνει τα 100 εκατομμύρια! Με την Αίγυπτο και την αραβική χερσόνησο πλησιάζει τα 300!

Περιορίστηκαν λοιπόν στην καταστροφή των κρατών αυτών και ειδικότερα των μεσοαστικών στρωμάτων που αποτελούσαν στηρίγματα των εκεί καθεστώτων και των αντίστοιχων κρατικών μηχανισμών. Η εμφανής αδυναμία κατάκτησης αποστέρησε τη Δύση από τη δυνατότητα δημιουργίας σύμμαχων προς την υπόθεσή της δυνάμεων. Τα κράτη, λοιπόν, απλά διαλύθηκαν – ούτε υποτάχθηκαν ούτε προσαρμόστηκαν.

Ετούτοι οι πόλεμοι «αντιποίνων», σχεδιασμένοι και εκτελεσμένοι από μαθητευόμενους (ή απλά απελπισμένους) μάγους, οδηγούν σε ένα βαρύ σε συνέπειες ιστορικό ορόσημο.

Η σχέση της Ευρώπης με το αραβικό-μουσουλμανικό της περίβλημα, κυριολεκτικά ανατινάχθηκε. Η βίαιη διατάραξη ενός συστήματος που ισορροπούσε δύσκολα για 1.500 χρόνια μάλλον δεν θα περάσει χωρίς συνέπειες. Το «προσφυγικό» είναι απλά ο προάγγελος των εξελίξεων.

Τα αδιέξοδα διασπούν το κυρίαρχο στον κόσμο μας σύστημα δυνάμεων, τον «δυτικό» κόσμο. Το κενό που δημιουργούν τα αδιέξοδα σπεύδουν να το καλύψουν νέες φιλόδοξες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, ανατρέποντας ισορροπίες και εντείνοντας ανταγωνισμούς. Η ρευστότητα γίνεται στοιχείο της πολιτικής, ενώ ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται σημαδιακά.