ΡΩΜΗ

ΡΩΜΗ

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

H ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ: ΕΤΡΟΥΣΚΟΙ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΡΡΩΜΑΙΟΙ






Ο όρος Ετρούσκοι είναι όρος των αρχαίων λατινικών. Οι Έλληνες τους ονόμαζαν Τυρρηνούς ή Τυρσηνούς. Μια άλλη ονομασία τους ήταν Τούσκοι. Ήταν φύλο, που δημιούργησε σημαντικό πολιτισμό στην Ιταλική χερσόνησο από τον 10ο π.Χ. αιώνα, για το οποίο δεν ξέρουμε την ακριβή του προέλευση, ενώ διχογνωμία υπάρχει και στις αρχαίες πηγές. Έτσι λοιπόν, ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ο Άτυς είχε δύο παιδιά, το Λυδό και τον Τυρσηνό, υποστηρίζοντας τη μικρασιατική τους προέλευση, ενώ ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς ισχυρίζεται πως οι Ετρούσκοι ήταν αυτόχθονες. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο θεωρίες κινείται και η σύγχρονη έρευνα και κυρίως υποστηρίζεται η αυτοχθονία.



Οι Ετρούσκοι υπήρξαν λαός της Ιταλίας, φορείς ενός εξαιρετικού πολιτισμού, ο οποίος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την Ρώμη στην αρχαϊκή της φάση. Στην αρχή ήταν πολιτικοί επικυρίαρχοι της Ρώμης, αργότερα υπέκυψαν στη ρωμαϊκή δύναμη και αφομοιώθηκαν πολιτιστικά, γλωσσικά και εθνολογικά από αυτήν. Μεγάλες ετρουσκικές αριστοκρατικές οικογένειες ενσωματώθηκαν στη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη, ανάμεσά τους λ.χ. και η οικογένεια του Κικέρωνα, του σπουδαίου ρήτορα και πολιτικού της Res publica.
Με τη σειρά τους οι Ετρούσκοι δέχτηκαν σε πρώιμη εποχή έντονη την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού, μέσω των ελληνικών αποικιών της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας: υιοθέτησαν το ελληνικό αλφάβητο, το ελληνικό πάνθεον και την ελληνική τέχνη, προσαρμόζοντάς τα στις ανάγκες τους. Πολλές φορές μάλιστα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού μεταδόθηκαν στους Ρωμαίους όχι άμεσα, αλλά μέσω των Ετρούσκων.


Ένα χρόνιο πρόβλημα που απασχόλησε και απασχολεί τους ιστορικούς ήταν η καταγωγή του λαού αυτού. Στην αρχαιότητα, όπως και στις μέρες μας, υπήρχαν δύο διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις: άλλοι υποστήριζαν ότι οι Ετρούσκοι ήταν αυτόχθονες και άλλοι ότι ήρθαν στην Ιταλία από τη Μικρά Ασία. Στις μέρες μας η διαμάχη εξακολουθεί να υφίσταται, αν και η πλειοψηφία των μελετητών δέχεται ότι οι Ετρούσκοι έφτασαν στην ιταλική χερσόνησο από την Ανατολή. Την άποψη της αυτοχθονίας υποστηρίζουν σήμερα κυρίως Ιταλοί ειδικοί.



Η γλώσσα των Ετρούσκων παραμένει σε ένα βαθμό ακόμη μη πλήρως κατανοητή. Πάντως δεν φαίνεται να έχει γλωσσική συγγένεια με τις άλλες αρχαίες γλώσσες της Ιταλίας, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: είτε αποτελεί το γλωσσικό υπόλοιπο ενός αυτόχθονος πληθυσμού, ό,τι απέμεινε μετά την εισβολή των ιταλικών φύλων (ανάμεσά τους και οι Λατίνοι). Είτε ήρθε στην Ιταλία από κάπου αλλού, συγκεκριμένα από τη Μικρά Ασία και την περιοχή του Αιγαίου. Η δεύτερη εκδοχή ενισχύεται ιδιαίτερα από την ανακάλυψη στη Λήμνο μιας στήλης με επιγραφή (γύρω στα 600 π.Χ.), η οποία είναι γραμμένη σε μια γλώσσα που παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με την Ετρουσκική. Η πλέον εύλογη εξήγηση για την παρουσία ενός πληθυσμού στη Λήμνο κατά την αρχαϊκή εποχή, ο οποίος μιλούσε μια παραλλαγή της Ετρουσκικής, είναι ότι το νησί αποτέλεσε έναν ενδιάμεσο σταθμό κατά την πορεία των Ετρούσκων από τη Μικρά Ασία προς την Ιταλία: ένα μέρος των μετακινούμενων προφανώς εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λήμνο.
Το όνομα των Ετρούσκων στα λατινικά κείμενα παρουσιάζεται με δύο παραλλαγές: Tusci < Tursci και Etrusci (η χώρα τους Etruria < Etrusia). Ουσιαστικά πρόκειται για την ίδια ρίζα σε δυο παραλλαγές Turs- και Trus-. Το αντίστοιχο όνομα που τους έδιναν οι Έλληνες ήταν Τυρσ-ηνοί (στην αττική διάλεκτο Τυρρηνοί). Ο Ηρόδοτος (λ.χ. 1.94) και οι περισσότερες ελληνικές πηγές θεωρούσαν ότι οι Τυρσηνοί (τους οποίους συχνά συνέχεαν με τους Πελασγούς) κατάγονταν από τη βορειοδυτική Μικρά Ασία και ότι ήταν συγγενείς των Λυδών (αν και η γλώσσα των Ετρούσκων δεν έχει ομοιότητες με την Λυδική).[i] Η ελληνική παρανόηση για τη συγγένεια Τυρσηνών και Λυδών πιθανότατα αποτελεί αποτέλεσμα της υπολειμματικής γνώσης του γεγονότος ότι κατά την Εποχή του Χαλκού οι δύο λαοί ήταν γείτονες και ότι οι δρόμοι τους χώρισαν μετά την ταραχή που οδήγησε στο τέλος των κοινωνιών της Εποχής του Χαλκού και την άφιξη των Φρυγών στη Μικρά Ασία από την Ευρώπη γύρω στα 1200 π.Χ. Οι Φρύγες εκτόπισαν τους Λυδούς που μετανάστευσαν νοτιότερα και τους Τυρσηνούς που έφυγαν για τα νησιά του Αιγαίου και την Ιταλία. Ορισμένοι από τους Τυρσηνούς ίσως συμμετείχαν και στην καταδρομική επιχείρηση των λεγόμενων Λαών της Θάλασσας στην ανατολική Μεσόγειο, αφού καταγράφονται ως Τeresh σε αιγυπτιακά κείμενα της εποχής.

Στην ετρουσκική παράδοση σημαντικότατη προσωπικότητα θεωρούταν ο Tarchon, από τον οποίο πήρε το όνομά της η ετρουσκική πόλη Ταρκυνία. Οι μελετητές επισημαίνουν την ομοιότητα του ονόματος με αυτό του σημαντικότερου θεού της Μικρά Ασίας της Εποχής του Χαλκού, του Tarhunt, από τον οποίο πήρε το όνομά της η Tarhuntassa, η δεύτερη σημαντικότερη πόλη των Χετταίων μετά την πρωτεύουσα Χαττούσα. Ο Tarhunt ήταν θεός του κεραυνού, ενώ για τον Tarchon λεγόταν ότι μπορούσε να απομακρύνει τους κεραυνούς. Ήταν αδερφός του Τυρσηνού, αρχηγός των Ετρούσκων στο ταξίδι για την Ιταλία και βασιλιάς τους κατά τον Βεργίλιο.


Στοιχεία που υποδεικνύουν την προέλευση των Ετρούσκων από τη Μικρά Ασία είναι:

-Στη Μ. Ασία υπάρχει το όνομα Srkastu (Λυδική), πβ. Ζευς Συργάστης στη Βιθυνία, Surgastos (Φρυγική). Sergestus είναι ο σύντροφος του Αινεία μετά την αναχώρησή του από την Τροία για την Ιταλία. Πβ. στην Ετρουσκική το όνομα Sekstalus < Serkstalus. -Το Ανδραμύττιον σύμφωνα με μια παράδοση ιδρύθηκε από τον Λυδό βασιλιά με το όνομα Έρμων. Το ίδιο όνομα έχει και ο βασιλιάς των Τυρσηνών-Πελασγών που παρέδωσε τη Λήμνο στον Μιλτιάδη. -Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι οι Τυρσηνοί άφησαν την περιοχή τους εξαιτίας της πείνας που ενέσκηψε. Τα αιγυπτιακά κείμενα κάνουν λόγο για αποστολές σίτου στους Χετταίους εξαιτίας μεγάλων ελλείψεων λίγο πριν την κατάρρευση της χεττιτικής αυτοκρατορίας. -Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι οι κάτοικοι της Πλακίης και της Σκυλάκης, ανατολικά της Κυζίκου, μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Ετρούσκους. - O Ελλάνικος αναφέρει ότι αυτός που οδήγησε τους Ετρούσκους στην Ιταλία ήταν κάποιος Νάνας. Πβ. Λυδικό Nannas, Χεττ. Nannaya, Nani, Λυκική neni και ο Φρύγας βασιλιάς Νάννακος. -Ο διπλός πέλεκυς, σύμβολο των Λυδών βασιλέων, απαντά και ως σύμβολο των Ετρούσκων ηγεμόνων. -Η λατινική λέξη camillus, δανεισμένη από την Ετρουσκική, σημαίνει νεαρό αγόρι ευγενούς καταγωγής που βοηθά σε ιερές τελετές. Ο Βάρρων ετυμολογούσε τη λέξη από το Κάδμιλος / Κάσμιλος, ο οποίος ήταν ένας από τους Καβείρους, των οποίων η λατρεία είχε ως κέντρο τη Σαμοθράκη και συνδεόταν με τους Πελασγούς-Τυρσηνούς. -Το πρόσφυμα -mn- στα ετρουσκικά ονόματα (Mastarna, Perperna, Tulumne) απαντά και στη Μικρά Ασία (Lipurna, Ticurna, Tunumna). - Το όνομα της πόλης των Ετρούσκων Korythos αντιστοιχεί στο όνομα του γιου του Πάρη στην Τροία.


Για τον ετρουσκικό πολιτισμό δεχόμαστε πως δεν είναι απαραίτητο να υπήρξε μια μετανάστευση νέων πληθυσμών, οι οποίοι ανέπτυξαν αυτόν τον πολιτισμό. Κυρίως υποστηρίζεται η σημαντική επιρροή που ασκήθηκε σε γηγενείς πληθυσμούς από το γύρω περιβάλλον τους (π.χ. και από τους Έλληνες). Για την περίπτωση των Ετρούσκων χρησιμοποιείται ο όρος «εμπλουτισμένη αυτοχθονία», για να καταδείξει τη σύνθεση γηγενών και ξένων επιρροών.
Με τους Ετρούσκους εμφανίζεται για πρώτη φορά μια συγκροτημένη δομή μεταξύ των ποταμών Τίβερι και Άρνο, στην περιοχή της σύγχρονης Τοσκάνης (γι’ αυτό και μια άλλη ονομασία τους είναι Τούσκοι). Βασική περιοχή εδραίωσης του πολιτισμού ήταν μεταξύ των ποταμών Τίβερι και Άρνου. Όμως, επεκτείνονται και προς δύο κατευθύνσεις: προς το βορρά (όπου επανιδρύουν τη Βονονία, τη Μάντουα και με τους οικισμούς τους καλύπτουν όλη την περιοχή νότια του Πάδου ως τον ποταμό Τίκινο) και στην Καμπανία (όπου και αποικίζουν με κέντρο την Καπύη, το κέντρο των Όσκων). Το Λάτιο έτσι βρισκόταν σε διπλή ετρουσκική πίεση. Όμως, δεν το αποίκισαν γιατί είχε αργιλώδη εδάφη ακατάλληλα για καλλιέργεια.





Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ετρουσκικού πολιτισμού ήταν:
α) ως προς την ταφική αρχιτεκτονική που ερευνήθηκε, αποκαλύφθηκε πως στους τάφους απεικονίζονται πολλές παραστάσεις από τη ζωή («νεκρόδειπνα», συμπόσια).
β) κυριαρχούν σε περιοχές με πολλά μεταλλεύματα και ταυτόχρονα σε μια περιοχή που μπορεί να κυριαρχήσει και στη θάλασσα (γι’ αυτό και αναπτύσσουν ναυτικές δραστηριότητες στο «Τυρρηνικό πέλαγος», δηλαδή στο πέλαγος των Τυρρηνών).
γ) σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι πόλεις των Ετρούσκων εμφανίζονται και στο εσωτερικό, γεγονός που καταδεικνύει πως δεν είναι αποκλειστικά ένας θαλάσσιος λαός (π.χ. πόλεις στο εσωτερικό είναι το Κλούσιο, η αρχαία Περουσία, το Αρέτιουμ) δ) οι πόλεις που δημιουργούν οργανώνονται σε ομοσπονδίες πόλεων («Δωδεκάπολις» κατά το πρότυπο της ιωνικής δωδεκαπόλεως). Μάλιστα, το ιερό της θεάς Voltumna ήταν και κέντρο συνελεύσεων των 12 πόλεων της Ετρουρίας, σε μια οργάνωση ανάλογη της Αμφικτυονίας με επικεφαλής έναν ιερέα και έναν rex (και στην ιωνική Δωδεκάπολι υπήρχε και ο «βασιλεύς Ιώνων»).






Οι Ρωμαίοι ιστορικοί τείνουν να υποβαθμίζουν το χρέος του ρωμαϊκού πολιτισμού στον ετρουσκικό, ο οποίος όμως άφησε βαθιά τα ίχνη του στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη θρησκεία. Οι Ετρούσκοι ήταν δεξιοτέχνες μεταλλουργοί και σπουδαίοι θαλασσοπόροι και για ένα διάστημα υπήρξαν η μεγαλύτερη δύναμη της Μεσογείου. Οι ιστορικοί των άλλων αρχαίων πολιτισμών σημειώνουν, με έκπληξη και θαυμασμό, την ελευθερία που επικρατούσε στις μεταξύ τους σχέσεις.

Ο πολιτισμός τους ήταν και πιο προηγμένος και πολύ διαφορετικός από τους άλλους που αναπτύχθηκαν στην ιταλική χερσόνησο. Υπάρχουν αρχαιολόγοι που βλέπουν μια συνέχεια ανάμεσα στον βιλανόβειο πολιτισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε στην Ιταλία γύρω στο 900 π.Χ. και τον Ετρουσκικό που οι απαρχές του σημειώνονται στο 800 π.Χ. Ομως, το ερώτημα της προέλευσής τους παραμένει. Ενα ενδεικτικό στοιχείο είναι πάντα η γλώσσα. Η ετρουσκική που επιζεί σε χιλιάδες επιγραφές, δεν φαίνεται να είναι ινδοευρωπαϊκή, να ανήκει στη γλωσσική οικογένεια που κατέκλυσε την Ευρώπη πριν από περίπου οχτώμισι χιλιάδες χρόνια και απ' όπου προήλθε η Λατινική, η Αγγλική και πολλές άλλες. Ενα άλλο στοιχείο είναι η παρουσία επιγραφών γραμμένων σε μια συγγενική της ετρουσκικής, στη γλώσσα του ελληνικού νησιού της Λήμνου. Ποιος είναι ο γονιός και ποιο το τέκνο παραμένει ασαφές.

Ο Ηρόδοτος λέει σαφώς ότι οι Ετρούσκοι μετανάστευσαν από τη Λυδία της Μικράς Ασίας. Μετά 18χρονο λιμό, ο βασιλιάς της, έστειλε τον μισό πληθυσμό να αναζητήσει καλύτερη τύχη αλλού.

Στη συνέχεια, άλλοι αρχαίοι ιστορικοί απάντησαν το ερώτημα, ο μεν Θουκυδίδης θεωρώντας ότι οι Ετρούσκοι έφυγαν από κάπου στην Εγγύς Ανατολή, ο δε Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας εκτιμώντας ότι ήταν αυτόχθονες της Ιταλίας.

Η γενετική πρόσφερε, με τις δυνατότητες της ανάλυσης του DNA, νέα επιχειρήματα στους επιστήμονες αυτήν τη φορά. Μια ομάδα από τον Γκουίντο Μπαρμπουτζάνι του Πανεπιστημίου της Φεράρα ερεύνησε στοιχεία του DNA παρμένο από 30 χιλιάδες άτομα, θαμμένα σε ετρουσκικές νεκροπόλεις σε όλη την Ιταλία. Γρήγορα ξέσπασαν αντιδράσεις επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολη η συναλλαγή συμπερασμάτων από αρχαίο DNA. Ομως, νέες έρευνες, έστω και στο επισφαλές αυτό πεδίο, κομίζουν στοιχεία που υποστηρίζουν τη θεωρία του Ηρόδοτου, δείχνοντας ότι οι Ετρούσκοι πιθανότατα προέρχονταν από την Εγγύς Ανατολή. Οι γενετιστές εξέτασαν το DNA των κατοίκων του Μούρλο, μιας μικρής πρώην ετρουσκικής πόλης, που ο πληθυσμός της δεν θα πρέπει να έχει αλλάξει ουσιαστικά, από τον καιρό των Ετρούσκων. Βρήκαν, λοιπόν, κάτω από το μικροσκόπιο, ότι οι κάτοικοι του Μούρλο είναι συγγενικοί με τους Παλαιστινίους και τους Σύριους. Τα ευρήματα της ομάδας, υπό τους Τορόνι και Ακίλι, δημοσιεύθηκαν σε πρόσφατο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού Ανθρώπινης Γενετικής. Η ομάδα ανακάλυψε ότι στοιχεία του DNA των κατοίκων ολόκληρης της Τοσκάνης, δεν ανευρίσκονται πουθενά αλλού στην Ευρώπη, αλλά είναι κοινά με λαών της Εγγύς Ανατολής.


Το ίδιο ακριβώς ανακάλυψαν και άλλοι γενετιστές ασχολούμενοι με την καταγωγή των Ετρούσκων που αυτήν τη φορά ερεύνησαν το DNA των ζώων της Τοσκάνης όπου ακόμη ανατρέφονται τέσσερις αρχαίες ράτσες, από τον καιρό των Ετρούσκων.

Σε σύγκριση με τις άλλες ράτσες της υπόλοιπης Ιταλίας, οι επιστήμονες βρήκαν ότι ενώ αυτές συνδέονται με τη Βόρεια Ευρώπη, οι τέσσερις εκείνες, γενετικώς είναι όμοιες με ράτσες της Εγγύς Ανατολής. Είναι δηλ. φερμένες από εκεί.





Οι πρώτες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της αρχαίας Ρώμης αποκαλύπτουν, έως ολόκληρο τον 4ο αιώνα π.χ. την επίδραση της πιο εξελιγμένης ετρουσκικής τέχνης. Όχι μόνο τα αρχιτεκτονικά μνημεία, πολιτικά και θρησκευτικά, παρουσιάζουν τυπικά ετρουσκικά χαρακτηριστικά τόσο στο δομικό τους σχέδιο, όσο και στην τεχνική της κατασκευής τους, αλλά και έργα όπως η «Προσωπογραφία του Βρούτου» και η «Λύκαινα του Καπιτωλίου» θεωρούνται κατασκευάσματα εργαστηρίων Ετρούσκων τεχνιτών, όπως η περίφημη χοροπλαστική σχολή των Βηίων, στην οποία ανήκε ο τεχνίτης Βούλκας, που διακόσμησε στα τέλη του 6ου π.χ. αιώνα, το Καπιτώλιο. Στην ετρουσκική επίσης επίδραση πρέπει ίσως να αποδοθεί η αρχή των λεγόμενων «θριαμβευτικών ζωγραφικών έργων», των οποίων έχουμε τα πρώτα δείγματα από τον 3ο π.χ. αιώνα και τα οποία αποτελούν τα αρχαιότερα γνωστά μέχρι στιγμής δείγματα ρωμαϊκής ζωγραφικής.

Από τον 3ο π.χ. αιώνα η Ρώμη κατά τη διάρκεια της επεκτάσεώς της στην ιταλική χερσόνησο, δημιούργησε τις πρώτες σχέσεις με τον πολιτισμό της Μεγάλης Ελλάδος, που θα αντικαταστήσει βαθμιαία την ετρουσκική επίδραση και θα ασκήσει βαθύτατη επίδραση στην εξέλιξη της ρωμαϊκής τέχνης. Εκατοντάδες έργα της ελληνικής τέχνης, γλυπτά και ζωγραφικά, αρπάχθηκαν από τις ελληνικές πόλεις της νοτίου Ιταλίας που έπεσαν στην κυριαρχία της Ρώμης.

Για την ικανοποίηση των αισθητικών αναγκών και της μανίας επιδείξεως ενός κοινού, που αποδεχόταν όλο και περισσότερο τον ελληνικό πολιτισμό, δεν αρκούσαν πια τα πρωτότυπα έργα τέχνης που μεταφέρονταν στην πόλη. Έτσι απέκτησε μεγάλη αξία η τέχνη του αντιγραφέα, που αναγνωρίστηκε και εκτιμήθηκε επίσημα. Στην παραγωγή των ανώνυμων αυτών αντιγραφέων βρίσκονται οι πρώτες εκδηλώσεις εκείνου που θα είναι το μόνιμο χαρακτηριστικό όλης της ρωμαϊκής τέχνης. Ο εκλεκτισμός, η τάση δηλαδή της συγκεντρώσεως στο ίδιο έργο μορφικών στοιχείων που προέρχονται από διαφορετικές καλλιτεχνικές παραδόσεις, της ετρουσκικής, της ελληνικής και της ιταλικής.






Ο 1ος π.χ. αιώνας, κυρίως με την ώθηση που έδωσε η δικτατορία του Σύλλα, σημειώνει την πρώτη φάση της ρωμαϊκής τέχνης. Η αρχιτεκτονική παρουσιάζει εξαιρετική άνθηση, αποσπάται οριστικά από την ετρουσκική παράδοση και συνθέτοντας στοιχεία, μορφές και κριτήρια ρυθμού ελληνιστικής εμπνεύσεως, αρχίζει μια διαδικασία αυτόνομης αναπτύξεως, που θα παρουσιάσει τα σημαντικότερα έργα της κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Κατά την περίοδο αυτή μεγάλη διάδοση και σημασία απέκτησε στη Ρώμη η τοιχογραφία, που αναπαρήγαγε τα εικονογραφικά σχέδια των μεγάλων Ελλήνων καλλιτεχνών, επαναλαμβάνοντας συχνά, με σημαντικές τεχνικές τελειοποιήσεις αλλά χωρίς πρωτοτυπία, τα θέματα εμπνεύσεως που επικρατούσαν στη μυθολογία. Αλλά ο μεγάλος νεοτερισμός του 1ου αιώνα, ήταν στη γλυπτική, η προσωπογραφία με βεριστική διάθεση, που με την λεπτολόγο αναπαράσταση των λεπτομερειών, έφτασε σε εκφράσεις εντυπωσιακής ψυχολογικής αλήθειας. Πλάι σε αυτή εξακολούθησε να υπάρχει μια προσωπογραφία στενά συνδεδεμένη με την ελληνιστική πνευματοκρατία, που εκφραζόταν με πιο γαλήνιες και αφηρημένες μορφές. Μια σημαντική μαρτυρία της ρωμαϊκής προσωπογραφίας προσφέρεται και από τα νομίσματα, όπου ο ύπατος που τα έκοβε τοποθετούσε τη μορφή ενός προγόνου του, γιατί η ρωμαϊκή νομοθεσία απαγόρευε την αναπαράσταση της μορφής εκείνου που έκοβε το νόμισμα.

Επί Αυγούστου η ρωμαϊκή τέχνη έφτασε σε άγνωστη ως τότε λαμπρότητα και λεπτότητα, αν και πάντα διατηρούσε ένα χαρακτήρα ακαμψίας και ψυχρής αυστηρότητας που συμβιβαζόταν με την ψυχολογία του αυτοκράτορα και την αλλαγή του πολιτικού κλίματος της Ρώμης. Τυπικό δείγμα των καλλιτεχνικών προτιμήσεων της εποχής του Αυγούστου είναι η Ara Pacis, όπου συνυπάρχουν, χωρίς να φτάνουν σε αρμονικό συνδυασμό τοπικά στοιχεία και ελληνιστικές επιδράσεις. Η γλυπτική παρουσιάζει την πλήρη πια αφομοίωση των κανόνων των ελληνικών ρυθμών της τέχνης, κυρίως στην σειρά των προσωπογραφιών του Αυγούστου, όπου ακαδημαϊκά σχέδια με κλασικίζουσα έμπνευση συνδυάζονται με οξύτατη βεριστική ευαισθησία.

Η ζωγραφική της εποχής του Αυγούστου εξακολουθούσε να εξελίσσεται υπό την επιβολή του ελληνιστικού πολιτισμού, με την εξαφάνιση των πρώτων ζωγράφων, όπως ο Λούδιος ή ο ανώνυμος διακοσμητής της έπαυλης Λίβια στην Πρίμα Πόρτα. Η ελληνιστική επίδραση είναι εξάλλου ολοφάνερη στη διακόσμηση της κατοικίας της Φαρνεζίνας και στις ζωγραφιές της έπαυλης των Μυστηρίων στην Πομπηία. Απέναντι σε αυτές τις πιο αντιπροσωπευτικές εκδηλώσεις, η παρουσία κυρίως στις επαρχίες, λαϊκών καλλιτεχνικών ρευμάτων, συχνά με πιο πρακτικούς σκοπούς, παρήγαν επιτάφια γλυπτά ή ζωγραφικές, επιγραφές καταστημάτων κ.α.

Το λαϊκό αυτό ρεύμα, που την εποχή του Αυγούστου είναι ενδιαφέρον κυρίως ως πιστή μαρτυρία του ντυσίματος, θα κυριαρχήσει μετά την κρίση του 3ου μ.χ. αιώνα ως έκφραση της ανόδου στην εξουσία μιας νέας κοινωνικής τάξεως. Κατά την περίοδο που εκτείνεται από τον Αύγουστο ως τους Φλαβίους, στη Ρώμη επικράτησε, κυρίως στην αρχιτεκτονική, η αγάπη προς τα επιβλητικά οικοδομήματα με σκηνογραφικές τάσεις, που διακρίνεται ήδη στο θέατρο του Μαρκέλλου που αποπερατώθηκε το 11 π.χ. Κατά την περίοδο αυτή κτίστηκαν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά αναθηματικά μνημεία της Ρώμης, αψίδες και ιστορημένες στήλες, καθώς και αμφιθέατρα όπως εκείνο της Βερόνας και του Φλαβίου (Κολοσσαίο) στη Ρώμη. Νέες τεχνικές επέτρεπαν τώρα την κατασκευή περισσότερο περίπλοκων αρχιτεκτονικών κτισμάτων, όπως ο ημισφαιρικός τρούλος (Πάνθεον) και η σταυροειδής στοά (Κολοσσαίο).





Η γλυπτική άρχισε να χειραφετείται από την ελληνική επίδραση και να αποκτά σχεδόν πλήρη αυτονομία στα ανάγλυφα της Αψίδας του Τίτου και σε εκείνα που βρέθηκαν κάτω από το μέγαρο της Καγκελαρίας, όπου τα πρόσωπα συνδυάζονται με νέα προοπτική διάσταση που δίνουν την εντύπωση του χώρου. Στην εποχή αυτή ανάγονται τα σημαντικότερα δείγματα όλης της ρωμαϊκής ζωγραφικής, οι τοιχογραφίες του λεγόμενου Δ? ρυθμού που διασώθηκαν στις οικίες της Πομπηίας.


Επί Τραϊανού, η ρωμαϊκή τέχνη απέκτησε ένα χαρακτήρα σοβαρού και αυστηρού κλασικισμού. Αυτό φαίνεται τόσο στις αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις της Αγοράς όσο και στα ανάγλυφα της Τραϊανής Στήλης, στα τελευταία από τα οποία η ρωμαϊκή γλυπτική αποκτά καλλιτεχνική συνείδηση άγνωστη ως τότε. Στα 200 μέτρα όπου αναπτύσσεται η εξιστόρηση, ο άγνωστος καλλιτέχνης κατόρθωσε να αναπαραστήσει τα πρόσωπα και τα γεγονότα της εκστρατείας εναντίον των Δάκων με εξαιρετική εκφραστική δύναμη και ψυχολογική διείσδυση, απόλυτα σύμφωνη με την ανανεωμένη πνευματικότητα της εποχής. Με τον Αδριανό, επιβάλλεται πάλι στη Ρώμη η ελληνιστική τεχνοτροπία, διαποτισμένη πια με έντονη μελαγχολία, εκλεπτυσμένη και τέλεια αλλά εξαντλημένη. Από τα μνημεία που αξίζει να αναφερθούν είναι η Αδριανή έπαυλη κοντά στο Τίβολι, ο ναός της Αφροδίτης στη Ρώμη, κοντά στη Ρωμαϊκή Αγορά και το Πάνθεον που ανοικοδομήθηκε οριστικά έπειτα από πυρκαγιές και αναστηλώσεις.


Η γλυπτική που ασκήθηκε ειδικά στην αναπαράσταση του Αντίνοου, μαρτυρεί την επιστροφή στους φειδιακούς τρόπους. Ρωμαλεότερος κλασικισμός διακρίνεται στην καλλιτεχνική παραγωγή, κυρίως στην γλυπτική, της εποχής των Αντωνίνων. Δεν είχε περάσει ούτε ένας αιώνας από τότε που είχε στηθεί η Τραϊανή Στήλη, ενώ η Αντωνινιανή Στήλη που στάθηκε προς τιμή του Μάρκου Αυρηλίου, δείχνει πόσο είχε αλλάξει η καλλιτεχνική αντίληψη. Τα θέματα είναι τα ίδια, αλλά το ανάγλυφο είναι περισσότερο πλαστικό και σταθερό και η οργανική απάθεια των μορφών διαλύεται σε εκφραστικές παραμορφώσεις.


Την εποχή του Κόμοδου η ρωμαϊκή τέχνη σημειώνει ένα σημαντικό σταθμό της επίπονης εξελίξεώς της φτάνοντας στην πλήρη κυριαρχία των εκφραστικών μέσων της. Στα ανάγλυφα που ενσωματώθηκαν στην Αψίδα του Κωνσταντίνου και αποθανατίζουν επεισόδια της βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου, η νέα αντίληψη του χώρου που είχε εκδηλωθεί την εποχή των Φλαβίων, επιβλήθηκε απόλυτα ενισχυμένη από έντονα ζωγραφική αντίληψη, με την οποία τα πρόσωπα φαίνονται να ξεπηδούν έξω από τον φόντο. Η εποχή του Σεπτιμίου δίνει καθαρή την εικόνα των συνδυασμών των ρυθμών που είχαν γίνει στον ρωμαϊκό κόσμο, αντιπαραβάλλοντας το δυτικό ρεαλιστικό όραμα, που υπάρχει στα ανάγλυφα των δύο αψίδων που στήθηκαν στη Ρώμη, η μία στην Αγορά και η άλλη των Argentarii στο Βελάμπρο, με τον κλασικίζοντα ιδεαλισμό των ανάγλυφων που βρέθηκαν στη Λέπτις Μάγκνα. Την περίοδο αυτή οικοδομήθηκαν στις αφρικανικές επαρχίες πολλά κτίρια, από τα οποία ξεχωρίζει η βασιλική της Λέπτις Μάγκνα, που προαγγέλλει τη χριστιανική βασιλική.





Από τον σχεδόν μπαρόκ εξπρεσιονισμό της εποχής των Σεβήρων έχουμε μαρτυρίες σε ανάγλυφα και σαρκοφάγους που ποικίλλουν από τις συμβολικές αναπαραστάσεις των ερωτικών παιχνιδιών ως τις ρεαλιστικές των αρματοδρομιών στον ιππόδρομο. Κατά τα πενήντα χρόνια που μεσολαβούν από τους Σεβήρους ως τον Διοκλητιανό, η ρωμαϊκή τέχνη υπέστη ταραχώδη εξέλιξη, επηρεασμένη από την ταραγμένη πολιτική ζωή και από τις αντιτιθέμενες προτιμήσεις των αυτοκρατόρων, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στην εξουσία και φιλοδοξούσαν να θέσουν τους κανόνες των κατευθύνσεων της τέχνης. Έτσι, ενώ με τον Μαξιμίνο τον Θράκα, τον Φίλιππο τον Άραβα και τον Τραϊανό Δέκιο η ρωμαϊκή προσωπογραφία δοκίμασε ως τις ακραίες συνέπειες την εξπρεσιονιστική διάθεση, παραμορφώνοντας τα πρόσωπα ώστε να τους δίνει εντύπωση βαρβαρικής αγριότητας. Με τον Γαλιλαίο στρέφεται προς μια νεφελώδη πλαστικότητα εμπνευσμένη από τον ρυθμό της εποχής του Αδριανού, ενώ κατά το δεύτερο ήμισυ του 3ου μ.χ. αιώνα έχουμε μια απλοποίηση των μορφών με αυστηρό και απλό ρεαλισμό, όπως παρουσιάζεται στα νομίσματα του Αυρηλιανού. Μεγάλη σημασία απέκτησαν κατά την περίοδο αυτή οι ιστορημένες σαρκοφάγοι, που γρήγορα κατέληξαν να αντικαταστήσουν τα ιστορικά ανάγλυφα.

Παράλληλα με την ειδωλολατρική τέχνη άρχισαν να παρουσιάζονται οι πρώτες εκδηλώσεις της χριστιανικής τέχνης. Ο Διοκλητιανός ανέπτυξε εξαιρετική πολεοδομική δραστηριότητα, που συγκεκριμενοποιήθηκε με το κτίσιμο πολλών θερμών, που έφεραν το όνομά του και αποτελούσαν το μεγαλοπρεπέστερο λουτρικό συγκρότημα της Ρώμης και του κλειστού ανακτόρου του Σπαλάτο, που το σκέφτηκε σαν μόνιμο στρατόπεδο περιβαλλόμενο από τείχος που περιέκλειε ένα ναό, ένα περιστύλιο, ένα μαυσωλείο και κατοικίες.

Δείγματα της γλυπτικής της περιόδου αυτής είναι τα τέσσερα συμπλέγματα σε πορφυρίτη, δύο από τα οποία βρίσκονται στη Βενετία και άλλα δύο στη Βατικανή Βιβλιοθήκη και που το καθένα τους παριστάνει ένα ζευγάρι αυτοκρατόρων. Στα γλυπτά αυτά εξαφανίζεται κάθε ίχνος υποταγής στην ελληνιστική πλαστική παράδοση για να δώσει τη θέση της σε απόλυτη ελευθερία εκφράσεως που εκφράζει πιστά τις προτιμήσεις της εποχής.






Από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της Ρώμης είναι η βασιλική του Μαξεντίου, λαμπρό κτίριο με τρεις σηκούς και πλευρικές κόγχες, που καλύπτεται από μια σταυροειδή αψίδα. Ο Κωνσταντίνος για να δοξάσει τη νίκη του στο Πόντε Μίλβιο, έστησε μια θρησκευτική αψίδα με τρία κέρατα, πλούσια διακοσμημένη με ανάγλυφα των προηγούμενων εποχών ή που κατασκευάστηκαν επίτηδες. Συμβολικές αναπαραστάσεις και αφηγηματικές λεπτομέρειες, μαζί με τις μετωπικές απεικονίσεις, με τη συμμετρία και τις ιεραρχικές αναλογίες, είναι τα εκφραστικά μέσα που χαρακτηρίζουν τα ανάγλυφα αυτά.


Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα το κέντρο της τέχνης μετατοπίστηκε από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρίσκονται οι βάσεις του οβελίσκου του Θεοδοσίου, η στήλη του Μαρκιανού και όπου καταστράφηκε το 18ο αιώνα η στήλη του Αρκαδίου. Αρκετά σημαντική μαρτυρία της περιόδου αυτής της ρωμαϊκής τέχνης μένει το ψηφιδωτό, ενώ η ζωγραφική μετά το τέλος της Πομπηίας, διατηρήθηκε σε μερικούς τάφους της Όστιας και κατά αντανάκλαση, στις χριστιανικές εικονογραφήσεις των κατακομβών.







Stretching from the Atlantic to the Tigris, the Roman empire contained perhaps about 65 million inhabitants. While Latin was the language of the army and of Roman law, many peoples incorporated into the empire continued to speak their native tongue, either as well as, or, especially in the countryside, instead of Latin. Thus variants of Celtic and Syriac, and more obscure languages such as Cappadocian and Thracian, survived.

The Roman elite was bilingual. For them, knowledge of Greek was a badge of status – as such it was similar to French for aristocrats across Europe in the 18th and 19th centuries. So internalised was the Roman usage, when the senators assassinated Julius Caesar, some shouted out not in Latin, but Greek.

Βιβλιογραφία:

E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 1ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι

Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου