ΡΩΜΗ

ΡΩΜΗ

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ-Β' ΜΕΡΟΣ

του Νίκου Ξένιου


Ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις, γαζέλες, ιππάρια και αντιλόπες ζούσαν στην πεδιάδα της Δράμας πριν από εννέα εκατ. χρόνια, όπως αποκαλύπτουν τα απολιθώματα που εντοπίστηκαν στην Πλατανιά του Δήμου Παρανεστίου της Περιφερειακής Ενότητας Δράμας...

Το ανασκαφικό έργο που πραγματοποιείται στην περιοχή έφερε στο φως πολύ σημαντικά παλαιοντολογικά ευρήματα, από τα οποία προκύπτουν νέα στοιχεία για την ιστορία και τη γεωλογία της περιοχής. Η ανασκαφική ομάδα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη με επικεφαλής την καθηγήτρια Γεωλογίας - Βιολογίας και Δρ Παλαιοντολογίας Ευαγγελία Τσουκαλά διενεργεί ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή τους τελευταίους επτά μήνες.

Ωστόσο η αυτοψία της περιοχής ξεκίνησε πριν από ένα περίπου χρόνο μετά από παρότρυνση και υπόδειξη του δημάρχου Παρανεστίου Νίκου Καγιάογλου και κατοίκων της περιοχής που γνώριζαν την ύπαρξη των απολιθωμάτων. «Θεωρούμε ότι είναι τα αρχαιότερα που έχουν βρεθεί, όχι μόνο στην περιοχή της Δράμας, αλλά σε όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη» δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο η κ. Τσουκαλά, σημειώνοντας:

«Τα ευρήματα μας βοηθούν να γνωρίσουμε την ιστορία της Πλατανιάς, ότι ήταν δηλαδή μια σαβάνα πριν από εννέα εκατομμύρια χρόνια και μέσα σε αυτή ζούσαν ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις, γαζέλες, ιππάρια, μαστόδοντες, που είναι οι πρόγονοι των ελεφάντων, ακόμη και αντιλόπες. Βρήκαμε μια πλούσια πανίδα εκείνης της εποχής στην περιοχή.


Ο "μπάρμπα" Φίλιππος, όπως τον αποκαλούσαν, είχε παρατηρήσει ότι ανάμεσα στους ασβεστολιθικούς βράχους υπάρχει στις πλαγιές του Κάλαυρου μία μικρή σχισμή, γεμάτη με πέτρες και χώμα, που παρουσιάζει τις εξής ιδιαιτερότητες..

Τους χειμερινούς μήνες γύρω από το άνοιγμά της το χιόνι λιώνει νωρίτερα από τα άλλα σημεία του βουνού, και ότι ο αέρας από πάνω είναι πιο ζεστός.

Τους καλοκαιρινούς αντίθετα μήνες στο ίδιο σημείο ο αέρας είναι δροσερός. Επιπλέον, από την ίδια σχισμή ακουγόταν να προέρχεται κατά διαστήματα ένας απαλός θόρυβος, σαν ανάσα. Ο Φίλιππος υπέθετε ότι από κάτω περνούσαν υπόγεια νερά, τα οποία διατηρούσαν σταθερή τη θερμοκρασία του αέρα πάνω από τη σχισμή, δημιουργώντας επίσης το σαν φύσημα θόρυβο.

Για αρκετά χρόνια οι κάτοικοι του χωριού δεν έδιναν σημασία, παρόλο που, λόγω της έλλειψης υδάτινων πόρων στην περιοχή, ο εντοπισμός μιας πηγής θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος. Έτσι, ύστερα από πολλές παροτρύνσεις του Φ. Χατζαρίδη, την άνοιξη του 1959 έφθασε πάνω από τη σχισμή μία ομάδα Πετραλωνιτών, οι οποίοι έσκαψαν στο εσωτερικό της, αδειάζοντας το χώμα που περιείχε και είδαν ότι οδηγούσε σε ένα κατακόρυφο υπόγειο στενό πέρασμα. Δύο ντόπιοι, ο Βασίλης Γιαννακόπουλος (1930-2008) και ο Χρήστος Σαρηγιαννίδης (1931-2001), με τη βοήθεια σχοινιών και τεχνητού φωτισμού κατέβηκαν σε ένα βάθος 7 - 10 μέτρων. Εκεί, προς μεγάλη τους έκπληξη, αντί για υπόγεια νερά, αντίκρισαν το εσωτερικό ενός άγνωστου Σπηλαίου.

Τον ίδιο χρόνο, οι κάτοικοι του χωριού παρατήρησαν ότι το νοτιότερο τοίχωμα δεν ήταν σχηματισμένο από ασβεστόλιθο, αλλά από τσιμενταρισμένο χώμα (λατυποπαγές). Στη συνέχεια έσκαψαν ένα κατακόρυφο άνοιγμα πλάτους ενός περίπου μέτρου, δημιουργώντας έτσι την πρώτη τεχνητή είσοδο. Αν και η είσοδος αυτή διευκόλυνε τις εξερευνήσεις που επακολούθησαν, τράβηξε όμως επίσης την προσοχή των κυνηγών θησαυρών και των συλλεκτών σταλαγμιτών, σταλακτιτών και απολιθωμάτων, προκαλώντας έτσι καταστροφές σ’ ένα περιβάλλον που η Φύση είχε διαφυλάξει για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Πάντως, οι ζημιές επεκτάθηκαν περισσότερο κοντά σε αυτή την είσοδο και λιγότερο, λόγω δυσκολίας στην προσπέλαση, στα ενδότερα και ομορφότερα διαμερίσματα.

Παρά τη μεγάλη παλαιοανθρωπολογική σημασία του Σπηλαίου, μονάχα το 1968, και μετά από προσωπικές ενέργειες του Δρα Άρη Πουλιανού, αυτή η είσοδος προστατεύθηκε με μία πόρτα ασφαλείας.


Η ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΩΝ ΠΕΤΡΑΛΩΝΩΝ

Το σχεδόν ολόκληρο ανθρώπινο κρανίο του Σπηλαίου Πετραλώνων βρέθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1960 από ομάδα έξι ατόμων, με οδηγό τον Χρήστο Σαρηγιαννίδη (1931-2001), κάτοικο της παρακείμενης (ομώνυμης) Κοινότητας.

Από την στιγμή που το 1959 εντοπίστηκε το Σπήλαιο, ο Χρήστος Σαρηγιαννίδης είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την εξερεύνησή του και συχνά προσφερόταν ως οδηγός σε διάφορους μελετητές. Μετά το θάνατο (Ιαν. 1960) του Ι. Πετρόχειλου - του πρώτου σπηλαιολόγου και γεωλόγου που εξερεύνησε το Σπήλαιο, ο ενθουσιασμός συνέχισε να «σπρώχνει» τον Χρήστο να επισκέπτεται το Σπήλαιο, με σκοπό να βρει νέα απολιθώματα, που θα «ξαναξυπνούσαν» το ενδιαφέρον των ερευνητών.


Με φόντο απολιθώματα 300 εκατομμυρίων ετών που εκτίθενται στις προθήκες της κεντρικής αίθουσας του Μουσείου Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της εντυπωσιακής έκθεσης «Elephas tiliensis – Νάνος και τρισδιάστατος», στην οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε όλη την Ευρώπη ο συναρμολογημένος σκελετός του ελέφαντα της Τήλου.


Απολίθωμα ενός προβοσκιδωτού ζώου συγγενούς του σημερινού ελέφαντα βρέθηκε στις Σέρρες, που έζησε πριν 3 με 4 εκατ. χρόνια στην περιοχή.

Σύντομα βρέθηκε και δεύτερος χαυλιόδοντας, μέρος κρανίου και απολιθωμένα κοχύλια.



Η Παλαιολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Πλειστόκαινου ή εποχή των Παγετώνων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από 2 εκατομμύρια μέχρι 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα. Στη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου σημειώθηκαν στην περιοχή του σημερινού ελλαδικού-αιγαιακού χώρου σημαντικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές αλλαγές, οι οποίες ήταν καθοριστικές για την πανίδα, τη χλωρίδα και για την επιβίωση του παλαιολιθικού ανθρώπου στην περιοχή.

Η πρωιμότερη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα είναι το ανθρώπινο κρανίο που βρέθηκε στα Πετράλωνα Χαλκιδικής και ανήκει στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo sapiens praesapiens. Τα μέχρι στιγμής γνωστά ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα επιτρέπουν τη διαίρεση της Παλαιολιθικής στην περιοχή του Αιγαίου σε Κατώτερη (350.000-100.000), Μέση (100.000-35.000) και Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).

Η κατοίκηση εντοπίζεται σε σπήλαια, βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Ελάχιστες είναι μέχρι στιγμής οι θέσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής, ενώ περισσότερα είναι τα στοιχεία για τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί εν μέρει στην έντονη τεκτονική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο και στις αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης του Αιγαίου, που εξαφάνισαν κάθε ίχνος κατοίκησης από κάποιες γεωγραφικές περιοχές.

Παλαιολιθικά ευρήματα από τον ελλαδικό χώρο αναφέρονται για πρώτη φορά το 1867, ενώ οι πρώτες οργανωμένες έρευνες σε παλαιολιθικές θέσεις έγιναν στο διάστημα 1927-31 από τον Αυστριακό Markovits. Η πρώτη ανασκαφή παλαιολιθικής θέσης πραγματοποιήθηκε το 1942, στο σπήλαιο Σεϊντί Βοιωτίας από το Γερμανό Stampfuss. Η συστηματική όμως έρευνα της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα έγινε στη δεκαετία 1960-1970 από αγγλικές, αμερικανικές και γερμανικές αποστολές στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Οι αποστολές αυτές συνέταξαν το χάρτη με τις παλαιολιθικές θέσεις στον ελλαδικό χώρο. Ο χάρτης αυτός εμπλουτίζεται από τη δεκαετία του 1980 και εξής διαρκώς με νέες θέσεις, που εντοπίζονται σε συστηματικές επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιούνται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού.



H ανασύνθεση της παλαιολιθικής οικονομίας στην Eλλάδα βασίζεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη της γεωμορφολογίας του χώρου κατά το Πλειστόκαινο, καθώς και στα αρχαιολογικά δεδομένα, τα οποία περιλαμβάνουν λίθινα εργαλεία, οστά ζώων και κατάλοιπα φυτών και καρπών.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι οικονομικές δραστηριότητες του παλαιολιθικού ανθρώπου (400/350.000-11.000 πριν από σήμερα) αποσκοπούσαν στην εξεύρεση τροφής και περιορίζονταν στο κυνήγι ζώων, πτηνών και στη συλλογή γαστερόποδων (σαλιγκαριών), χόρτων και καρπών. Oι δραστηριότητες αυτές γίνονταν ατομικά ή ομαδικά. Tο κυνήγι είχε στόχο ένα ή περισσότερα ζώα (αγέλες) και διεξαγόταν στα πυκνά δάση (Ήπειρος, Λακωνία), στις στενές κοιλάδες (κοιλάδα Bοϊδομάτη), σε περάσματα που οδηγούσαν από τα βουνά στις πεδιάδες (Πηγές του Aγγίτη), αλλά και σε παράκτιες πεδιάδες (Ήπειρος, Aργολίδα). Tα υπολείμματα οστών ζώων από τις βραχοσκεπές Kλειδί και Μποΐλα της Hπείρου δείχνουν ότι οι κυνηγοί γνώριζαν τις εποχιακές μεταναστευτικές συνήθειες των ζώων (π.χ. ελαφιών), και ότι η εμβέλειά τους επεκτεινόταν και στις παράκτιες περιοχές πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη. Παράλληλα, τα υπολείμματα ψαριών και θαλάσσιων γαστερόποδων τεκμηριώνουν τις μεταναστευτικές κινήσεις των κυνηγών-ενοίκων των βραχοσκεπών αυτών κατά το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής (15.000-11.000 πριν από σήμερα).

Άρκτοι(αρκούδες), λιοντάρια των σπηλαίων, ρινόκεροι, μαμούθ, άλογα, λύκοι, κυρίως ελαφοειδή και αιγαγροειδή (κάτι σαν τα σημερινά κρι-κρι της ορεινής Κρήτης), αλλά και άγριοι ταύροι, χοίροι και όνοι(γαϊδούρια), μικρά θηλαστικά (νυφίτσα, ασβός, κάστορας), τρωκτικά, πτηνά, ψάρια, θαλάσσια και χερσαία γαστερόποδα αναγνωρίστηκαν από τους παλαιοζωολόγους ανάμεσα στα υπολείμματα ζώων, που βρέθηκαν σε σπήλαια και βραχοσκεπές του ελλαδικού χώρου.

Εκτός από τα πυκνόφυτα, κωνοφόρα δάση, η χλωρίδα της εποχής περιλάμβανε, σύμφωνα με τις μελέτες παλαιοβοτανολόγων σε φυτικά κατάλοιπα από τη Θεόπετρα Θεσσαλίας και το Φράγχθι Eρμιονίδας, βελανιδιά, κολλιτσίδα, λιθόσπερμο, βοϊδόγλωσσα, κουφοξυλιά, αγριοαμυγδαλιά, αγριομπίζελο, αγριοτρίφυλλο, φακή, σμέουρο, παπαρούνα, λαθούρι κλπ.
Για το κυνήγι και την επεξεργασία της τροφής (εκδορά και τεμαχισμός) χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα λίθινα, αλλά και οστέινα ή κεράτινα εργαλεία. Yλικά κατάλληλα για την κατασκευή των λίθινων εργαλείων ήταν ο πυριτόλιθος και ο χαλαζίας, που προέρχονταν συνήθως από τη ζώνη δράσης των παλαιολιθικών κυνηγών (π.χ. κροκεάτης λίθος στη Λακωνία). Eνδείξεις για διακίνηση πρώτων υλών σε μεγάλες αποστάσεις έχουμε από την κοιλάδα του Bοϊδομάτη. Η πηγή του σκληρού πυριτόλιθου, που προτιμήθηκε από τον εύθραυστο πυριτόλιθο της περιοχής, εντοπίστηκε πέρα από την κοιλάδα. H λατόμηση αυτής της πρώτης ύλης, θα πρέπει να συνδυαζόταν με τις μεγάλης εμβέλειας κυνηγετικές δραστηριότητες των παλαιολιθικών κυνηγών, που σημειώνονται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική.

Tέλος, κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, τεκμηριώνονται για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο οι παρακάτω παραγωγικές δραστηριότητες: η κατασκευή σκευών από ξύλο και πηλό (Θεόπετρα) και η εξόρυξη κόκκινης ώχρας από κοιτάσματα αιματίτη (Θάσος), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές!


Tα στοιχεία που αφορούν στην κοινωνική οργάνωση κατά την Παλαιολιθική εποχή είναι περιορισμένα, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο (400/350.000-11.000 πριν από σήμερα), αλλά σε όλο τον κόσμο. Θεωρείται ότι οι παλαιολιθικοί άνθρωποι συνδέονταν με δεσμούς συγγένειας και ζούσαν σε ολιγομελείς ομάδες 10 έως 30 ατόμων περίπου. H διαδικασία κατασκευής λίθινων εργαλείων (εξεύρεση πρώτης ύλης και περαιτέρω επεξεργασία), το ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων και η μετέπειτα διαδικασία τεμαχισμού και διατήρησής τους αποτελούν τις πρωιμότερες εκδηλώσεις κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης.

Aπό τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, περίπου από το 120.000 πριν από σήμερα, αυξάνουν οι ενδείξεις συγγένειας και κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως διαφαίνεται από ταφές παιδιών, νεαρών γυναικών και ανδρών, που βρέθηκαν σε σπήλαια της Eυρώπης (Γαλλία) και της Aσίας (Παλαιστίνη). Πρόκειται για τις πρώτες ενδείξεις σεβασμού προς τον άνθρωπο και πίστης στη μεταθανάτια ζωή, και αποτελούν πνευματικές εκφράσεις του ανθρώπου του τύπου Νεάντερταλ. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο ενταφιασμός γίνεται στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές, τα βασικά καταφύγια του παλαιολιθικού ανθρώπου, σε λάκκους που ανοίγονται για να δεχθούν αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι ταφές συνοδεύονται από ταφικές προσφορές (κτερίσματα) της κοινωνικής ομάδας, όπως εργαλεία, κέρατα ζώων ή άνθη. Σε πολλές περιπτώσεις, το πρόσωπο ή το σώμα του νεκρού στολίζεται με ώχρα, το λεγόμενο "χρυσό" της Παλαιολιθικής. Aντίστοιχα έθιμα διαπιστώνονται και στις πολυάριθμες ταφές ανθρώπων του Homo sapiens sapiens (σύγχρονου ανθρώπου), που χρονολογούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).
Tαφές της περιόδου αυτής προέρχονται από το σπήλαιο της Θεόπετρας Θεσσαλίας (14.500 π.Χ.) και πιθανόν και από το Απήδημα Μάνης (30.000 πριν από σήμερα). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν τις πρώτες βεβαιωμένες ενδείξεις σεβασμού και φροντίδας προς τους νεκρούς στον ελλαδικό χώρο.


Mοναδική για την Eλλάδα είναι η ύπαρξη ορυχείου αιματίτη στη Θάσο, όπου, από την Ανώτερη Παλαιολιθική, πραγματοποιούνταν εξόρυξη κόκκινης ώχρας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές! Tο έργο αυτό απαιτούσε ασφαλώς κοινό προγραμματισμό και συνεργασία της ανθρώπινης ομάδας.

Aπό την προχωρημένη Ανώτερη Παλαιολιθική πληθαίνουν τα στοιχεία στολισμού και κατ΄ επέκταση κοινωνικού συμβολισμού: διάτρητα δόντια αρκούδας και ελαφιού, όστρεα με οπή ανάρτησης.

Τέλος, από την Τελική Παλαιολιθική, διαπιστώνεται, με βάση τη διασπορά των ευρημάτων, μια αυστηρότερη κατανομή δραστηριοτήτων σε σπήλαια και βραχοσκεπές (Κλειδί Hπείρου). Η διάκριση χώρου συγκέντρωσης της ομάδας και παρασκευής τροφής γύρω από την εστία, ζώνης ανάπαυλας και ύπνου και ζώνης κατασκευής εργαλείων φανερώνει μικρά και ευέλικτα κοινωνικά σχήματα, ικανά να οργανώσουν τη σκληρή τους καθημερινότητα.



Οι πνευματικές κατακτήσεις του παλαιολιθικού ανθρώπου ανιχνεύονται αποκλειστικά στα αρχαιολογικά ευρήματα, ακίνητα και κινητά, δηλαδή στους χώρους που κατοίκησε και τάφηκε, και στα αντικείμενα που χρησιμοποίησε (π.χ. εργαλεία). Στα υλικά αυτά κατάλοιπα καταγράφεται συγχρόνως η μελέτη της φύσης, του κλίματος και της συμπεριφοράς των ζώων, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους ο παλαιολιθικός άνθρωπος κατόρθωσε να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες της εποχής των Παγετώνων.

Η επιλογή προσωρινού καταφύγιου (π.χ. σπήλαιο, κατάλυμα από οστά μαμούθ), η ανακάλυψη της φωτιάς (περίπου 700.000 χρόνια πριν από σήμερα), η επιλογή κατάλληλων πετρωμάτων για την κατασκευή ανθεκτικών όπλων και εργαλείων, η συνεχής βελτίωση των τεχνικών κατασκευής εργαλείων και των κυνηγετικών μεθόδων, ο ενταφιασμός των νεκρών και η τέχνη αποτελούν τα πρωιμότερα επιτεύγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Το έναυσμα για τη δημιουργία της παλαιολιθικής τέχνης έδωσε η ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση. Έτσι, την πρωιμότερη μορφή τέχνης στον πλανήτη μας, αποτελούν τα εργαλεία και όπλα. Από τον ελλαδικό χώρο προέρχονται πολυάριθμα εργαλεία από λίθο, οστό και κέρατο (χειροπελέκεις, αιχμές βελών, ξέστρα, λεπίδες, βελόνες, σπάτουλες κλπ.).

Από την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) πληθαίνουν οι ενδείξεις σεβασμού προς το άτομο και ενταφιασμού του (Θεόπετρα), ενώ η εξόρυξη κόκκινης ώχρας στο λατομείο της Θάσου υποδηλώνει τη χρήση της για την κόσμηση του νεκρού. Πολύ πιθανή είναι και η κόσμηση του σώματος εν ζωή, μια και αυτή η πολύτιμη χρωστική ύλη -ο "χρυσός" της Παλαιολιθικής- φυλασσόταν αμέσως μετά την εξόρυξη σε θήκες από ελαφοκέρατα.

Από την ίδια περίοδο χρονολογούνται και τα πρώτα κοσμήματα από δόντια αρκούδας, ελαφιού καθώς και σαλιγκάρια με οπή ανάρτησης, τα οποία αποτελούν στοιχεία κοινωνικού συμβολισμού. Στα δείγματα παλαιολιθικής τέχνης από την Ελλάδα συγκαταλέγεται και οστό ζώου με εννέα εγχάρακτες, παράλληλες γραμμές, το οποίο προέρχεται από το σπήλαιο της Θεόπετρας. Από το σπήλαιο Σαρακινό του Πηλίου, προέρχονται δύο πλακίδια από σχιστόλιθο με εγχάρακτες παραστάσεις ανθρώπινων μορφών, καλυβών, ζώων (αιγαγροειδούς και ερπετού) και καμακιού. Από την περιοχή του Πηλίου προέρχεται επίσης και στιλπνό αντικείμενο με εγχάρακτη παράσταση άγριου αλόγου. Μνημεία παλαιολιθικής τέχνης, όπως βραχογραφίες και μικροπλαστική, όμοια με εκείνα της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης δεν έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής στην Ελλάδα.




ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ


Οι τούμπες αποτελούν εξ ορισμού πολυκατοικημένα μνημεία, με μακρά ιστορία, και με διαχωρισμό του «μέσα» από το «έξω». Στην επιφάνειά τους δεν υπάρχουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ούτε βοσκοτόπια, ενώ οι ειδικοί χώροι (εργαστήρια, ιερά, κοινοί τόποι συνάντησης ή τελετουργικοί χώροι, απορρίμματα) βρίσκονται (πιθανόν) εκτός οικισμού, λόγω έλλειψης ελεύθερων χώρων στο εσωτερικό του. Τα όριά τους σε κάποιες περιπτώσεις σηματοδοτούνται με κατασκευές όπως οι τάφροι και οι λίθινοι τοίχοι. Στις τούμπες αποδίδεται μια σημαντική ιδεολογική διάσταση, καθώς πρόκειται για οικισμούς που είναι ορατοί από μακριά και κατά την κατοίκησή τους και μετά την εγκατάλειψή τους. Το ίδιο ισχύει και για το εσωτερικό των οικισμών, όπου το κτίσιμο των σπιτιών στην ίδια θέση αποτελεί τη συμβολική συνέχεια όχι μόνο του σπιτιού αλλά και του νοικοκυριού, υποδηλώνοντας παράλληλα και ένα κληρονομικό σύστημα κατοχής της γης. Αδιαμφισβήτητη είναι η φυσική κυριαρχία τους στο χώρο, ενώ μέσα από το ύψος εκφράζεται όχι μόνο η μακροβιότητα αλλά και κάποιες πιθανές κοσμολογικές αντιλήψεις. Επιπλέον, θεωρείται ότι μπορούσαν και παρείχαν το μέσο για πολιτική δύναμη, αποτελώντας συνάμα και το σύμβολό της.


Σε αντίθεση με τις τούμπες, οι επίπεδοι οικισμοί έχουν μικρό πάχος επιχώσεων, κάτι που τους καθιστά δυσδιάκριτους στο τοπίο και δυσχεραίνει τον εντοπισμό τους. Στους οικισμούς αυτούς κατοικίες και καλλιεργήσιμοι χώροι συνυπάρχουν, σχηματίζοντας μικρές ενότητες στο χώρο, τρόπος οργάνωσης που τους προσδίδει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση, σε συνδυασμό και με την οριζόντια διαδοχή των οικιστικών φάσεων. Στους επίπεδους οικισμούς, εργαστηριακοί, απορριμματικοί, αποθηκευτικοί και τελετουργικοί χώροι αναπτύσσονται εντός του οικιστικού ιστού, στις αυλές των σπιτιών και στους ελεύθερους χώρους ανάμεσά τους. Οι οικισμοί αυτού του τύπου, εκτός ίσως από την αρχική φάση της ζωής τους, δεν οργανώνουν τον οικιστικό τους χώρο σε επίπεδο κέντρο – περιφέρεια – όρια, με σταθερή τη θέση των διαφόρων τμημάτων και των λειτουργιών τους, όπως συμβαίνει στους πυρηνικούς οικισμούς, αλλά χαρακτηρίζονται από πιο ελεύθερο και συνεχώς μεταβαλλόμενο τρόπο χωροοργάνωσης. Η οριζόντια επέκταση της κατοίκησης τροποποιεί συνεχώς τα όρια του οικιστικού χώρου. Τα χαρακτηριστικά αυτά ωστόσο, στον βορειοελλαδικό χώρο δεν αποκλείουν την οριοθέτηση των οικισμών με κατασκευές όπως οι τάφροι, στοιχείο που διαφοροποιεί τους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς της περιοχής από τους αντίστοιχους του πολιτισμού Vinca


Οικιστικοί τύποι: Γενικά χαρακτηριστικά και μεγέθη των νεολιθικών οικισμών στον βορειοελλαδικό χώρο (Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία)


Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα της έρευνας, στον βορειοελλαδικό χώρο φαίνεται να κυριαρχούν οι οικισμοί με μορφή τούμπας (χαμηλοί ή ψηλότεροι γήλοφοι, με περιορισμένη έκταση). Ωστόσο, η συνεχής αύξηση του αριθμού των επίπεδων εκτεταμένων οικισμών φαίνεται να διαφοροποιεί σταδιακά την εικόνα.

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, οι τύποι των οικισμών και οι εκτάσεις τους εμφανίζουν σε γενικές γραμμές την παρακάτω εικόνα:

Στη Θεσσαλία, κυρίαρχος τύπος οικισμού είναι η τούμπα (μαγούλα), ενώ νεότερα ευρήματα από την περιοχή μαρτυρούν την ύπαρξη και επίπεδων θέσεων. Το ύψος τους ποικίλλει από 0,50-15 μ., ενώ απαντά συχνότερα αυτό των 2μ. (χαμηλές μαγούλες). Το 70% των οικισμών έχουν έκταση μικρότερη των 50 στρεμμάτων, ένα μικρό ποσοστό ανήκει σε θέσεις πολύ μεγάλες, άνω των 150 στρεμμάτων, ενώ πολύ λίγες θέσεις είναι πολύ μικρές. Στην Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία, παρατηρείται συνύπαρξη μικρών, μεσαίων και εκτεταμένων οικισμών, με εκτάσεις έως 2 στρέμματα, έως 20, και πάνω από 100, αντίστοιχα. Οι μεγαλύτερες εκτάσεις, 100-300 στρεμμάτων, συναντώνται στους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς


Στη Δυτική Μακεδονία, οι εκτάσεις των νεολιθικών οικισμών εμφανίζουν σημαντική διαφοροποίηση κατά περιοχή. Στις περισσότερες περιοχές συνυπάρχουν οικισμοί με μικρές ή μεγάλες διαστάσεις αλλά και με χαμηλό ή μεγάλο ύψος επιχώσεων, εμφανίζοντας μορφή ψηλής ή χαμηλής τούμπας αλλά και επίπεδων οικισμών. Η έκταση των οικισμών στην περιοχή της Φλώρινας είναι 4-100 στρέμματα, στην Αυγή Καστοριάς ο νεολιθικός οικισμός απλώνεται σε έκταση 30 στρεμμάτων, ενώ στα Γρεβενά οι θέσεις είναι πολύ μικρές, μικρότερες των 10 στρεμμάτων και με μικρό πάχος επιχώσεων, εμφανίζοντας εικόνα επίπεδων οικισμών.

Ιδιαίτερα για την περιοχή της Κοζάνης, τα πρώτα στοιχεία από το σύνολο των οικισμών δείχνουν ότι στις περισσότερες περιοχές (έξω από την Κίτρινη Λίμνη), οι νεολιθικοί οικισμοί δεν υπερβαίνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους τα 30 στρέμματα, ενώ συναντώνται και πολύ μικρότεροι, με σύντομη διάρκεια ζωής. Οι περισσότεροι έχουν μορφή χαμηλού γηλόφου, με ποικίλο ύψος, ενώ από την κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα είναι γνωστοί και οικισμοί με μορφή ψηλής τούμπας (με ύψος μεγαλύτερο των 5μ.). Αντιπροσωπευτικό δείγμα, για την περιοχή έξω από την κοιλάδα της Κίτρινης Λίμνης, αποτελούν οι οικισμοί της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα, όπου ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τύπος της οριζόντιας μετακίνησης που παρατηρείται, με την κατοίκηση να μεταφέρεται από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη σε γειτονικά πλατώματα ή από τις υπώρειες προς τις κορυφές των λόφων και αντίστροφα.


Διαφοροποίηση φαίνεται να εμφανίζει η κοιλάδα της Κίτρινης Λίμνης, όπου ανήκει και ο οικισμός της Κρεμαστής, στην οποία συγκεντρώνονται οι μεγαλύτεροι σε έκταση νεολιθικοί οικισμοί της περιοχής. Παρατηρείται διαβάθμιση (η οποία ίσως δεν είναι άσχετη με τις αλλουβιακές αποθέσεις), με μικρούς, μεσαίους και μεγάλους οικισμούς, που κυμαίνονται από 30 έως 90 στρέμματα, με μεγαλύτερο (με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα) το Μεγάλο Νησί Γαλάνης. Η έκταση αυτή, σε συνάρτηση με το μεγάλο αριθμό και την πυκνή διάταξη των οικισμών (η μεταξύ τους απόσταση είναι περίπου 1χλμ.) αλλά και τη μορφή χαμηλής τούμπας που εμφανίζουν, συνδέθηκε αρχικά με πυκνοκατοίκηση και αυξημένο πληθυσμό. Ωστόσο, παρά την πρόοδο της έρευνας, ο προβληματισμός σχετικά με τη μορφή των οικισμών παραμένει, δεδομένης της σχετικά μεγάλης έκτασής τους αλλά και των νεότερων ανασκαφικών δεδομένων (με σημαντικότερο παράδειγμα τον οικισμό του Κλείτου, όπου διαπιστώνονται μεγάλα σπίτια, με κενούς χώρους ανάμεσά τους, χωρίς η έκταση του πρώιμου νεολιθικού οικισμού, Κλείτος 1, να υπερβαίνει τα 20 στρέμματα), τα οποία υποδηλώνουν σημαντική πολυμορφία στην ενδοκοινοτική χωροοργάνωση των οικισμών, όχι μόνο από περίοδο σε περίοδο αλλά και μεταξύ σύγχρονων θέσεων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου